Σε δυσχερή θέση περιέρχεται για μία ακόμη φορά η κυβέρνηση μετά τη βροχή αποκαλύψεων για τον Πάνο Καμμένο, την ώρα μάλιστα που η ίδια επιχειρεί να επαναφέρει στην ατζέντα το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα» και εξαπολύει επιθέσεις για θέματα διαφθοράς κατά της αντιπολίτευσης.

Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι από τη συμφωνία για τα F-16 και τις παλινωδίες του υπουργού Αμυνας για το κόστος και το περιεχόμενό της, ο ρόλος του επιχειρηματία-μεσάζοντα στην πώληση πυρομαχικών από την Ελλάδα στη Σαουδική Αραβία και η εμπλοκή Καμμένου στην υπόθεση αφήνουν βαριά τη σκιά τους στην κυβέρνηση και το Μαξίμου. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας έχει επιλέξει να στηρίξει προσωπικά και με κάθε κόστος τον συγκυβερνήτη του.

Η επίμαχη υπόθεση μάλιστα προσλαμβάνει νέες διαστάσεις μετά τις «διμέτωπες» αποκαλύψεις από ΝΔ και Δημοκρατική Συμπαράταξη, οι οποίες ακολουθούν το χθεσινό ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ». Από την πλευρά του, ο Πάνος Καμμένος περιορίζεται σε απειλές για μηνύσεις και αγωγές και επιμένει ότι δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό. Η στάση του, ωστόσο, δημιουργεί και εσωτερικά ζητήματα στην κυβέρνηση, καθώς εμμέσως εμπλέκει το υπουργείο Εξωτερικών, αφήνοντας υπαινιγμούς για τους χειρισμούς του προξένου της Ελλάδας στο Ριάντ.

Η προσπάθεια της κυβέρνησης να σφυροκοπήσει τη ΝΔ με τα θέματα της διαφθοράς, τα οποία επανέρχονται στο προσκήνιο, πέφτει στο κενό. Ολα ξεκινούν από την επιδίωξη του Μαξίμου να φέρει ξανά στο προσκήνιο το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς και έτσι ο Αλέξης Τσίπρας ηγείται της αναφοράς στη σκανδαλολογία, προκειμένου να ρίξει στο πολιτικό καναβάτσο τη ΝΔ. Στο στόχαστρό του βρίσκεται προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τον οποίο «χτυπά» είτε ευθέως είτε μέσω προσώπων του περιβάλλοντός του: του οικογενειακού (Μαρέβα Γκραμπόφσκι) και του πολιτικού (Λευτέρης Αυγενάκης).

Ομως, η υπόθεση των Paradise Papers δείχνει να μην έχει αποδώσει μέχρι στιγμής τα αναμενόμενα στο κυβερνητικό στρατόπεδο, μολονότι στο Μαξίμου υποστηρίζουν ότι οι εξηγήσεις της Μαρέβας Γκραμπόφσκι, συζύγου του Κυριάκου Μητσοτάκη, για την οφσόρ εταιρεία της δεν ήταν επαρκείς. Ετσι, στέλνουν μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις και για άλλες υποθέσεις που μπορεί να ανασύρουν από τα συρτάρια τους. Για παράδειγμα, σε εξέλιξη παραμένει η κοινοβουλευτική διερεύνηση σε θέματα της υγείας (ΚΕΕΛΠΝΟ, Ερρίκος Ντυνάν κ.τ.λ.), τα οποία στην κυβέρνηση θεωρούν ότι είναι πιθανό να αναδείξουν σοβαρές ευθύνες κορυφαίων γαλάζιων στελεχών. Κυρίως του αντιπροέδρου Αδωνη Γεωργιάδη, του οποίου το όνομα φιγουράρει σε όλες τις ομιλίες, ανακοινώσεις και δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών και του Πρωθυπουργού, με τον χαρακτηρισμό «ακροδεξιός», προκειμένου το Μαξίμου να διεμβολίσει πολιτικά τη ΝΔ.
Κάηκε η θετική ατζέντα

Με τη σκανδαλολογία αλλά και την υπόθεση Κουφοντίνα, λοιπόν, θόλωσε η θετική ατζέντα που απεγνωσμένα αναζητεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα, αξιοποιώντας το ανάλογο κλίμα από τη διαπραγμάτευση και από ξένες κυβερνήσεις. Ενώ η υπόθεση Κουφοντίνα ανέδειξε παράλληλα για μία ακόμη φορά τις αντίρροπες τάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και επιβεβαιώνει πως παραμένει ένα κόμμα με πολλές διαφορετικές φωνές στο εσωτερικό του, με δεδομένη και τη συζήτηση που άνοιξε γενικότερα για τη Δικαιοσύνη και τον νόμο Παρασκευόπουλου, τον οποίο έτυχε να αμφισβητήσει ο ίδιος ο… δημιουργός του.

Στόχος του Πρωθυπουργού παραμένει η έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης έως το τέλος του έτους, ως πρώτο βήμα για να ξεδιπλώσει το σχέδιό του για έξοδο από τα Μνημόνια με την ολοκλήρωση του προγράμματος, το ερχόμενο καλοκαίρι. Αυτή φαίνεται, όμως, ότι προϋποθέτει ως απαραίτητη συνθήκη την άμεση επίλυση του ζητήματος με τους πλειστηριασμούς. Κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με την ιδεολογία του «βαθέος» ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, ελλοχεύει η κοινωνική αναταραχή, δεδομένου ότι δεν έχουν ακόμη ξεκαθαριστεί οι όροι προστασίας της πρώτης κατοικίας (σ.σ.: η προστασία του νόμου Κατσέλη λήγει στα τέλη του έτους) και παρά τις διαβεβαιώσεις κυβερνητικών στελεχών πως οι εκποιήσεις θα αφορούν ακίνητα στρατηγικών κακοπληρωτών ή ακίνητα μεγάλης αξίας.

Η δραματική προειδοποίηση Τσακαλώτου στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ πως αν δεν προχωρήσουν οι πλειστηριασμοί υπάρχει κίνδυνος για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος αναδεικνύει έτσι την αγωνία της κυβέρνησης για την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης με κάθε κόστος, ως κεντρική πολιτική επιλογή. Οι συνέπειες, ωστόσο, που έχουν οι χειρισμοί σ’ αυτό το πεδίο κινδυνεύουν να ακυρώσουν στην πράξη το κοινωνικό προφίλ της κυβέρνησης, το οποίο επιδιώκει να περάσει με το κοινωνικό μέρισμα.

Η διανομή του κοινωνικού μερίσματος έχει αναδειχθεί σε ζήτημα μείζονος σημασίας από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, με τις τελικές αποφάσεις να προαναγγέλλονται εντός του Νοεμβρίου. Στο Μαξίμου επιδιώκουν μάλιστα να πιέσουν πολιτικά τη ΝΔ, καλώντας τη να υπερψηφίσει τις διατάξεις για τη στήριξη των ευπαθών κοινωνικά ομάδων μέσα από το κοινωνικό μέρισμα. Εξού και τα κυβερνητικά στελέχη επαναλαμβάνουν διαρκώς στις δηλώσεις τους το τελευταίο διάστημα τα «καλέσματα» προς την αξιωματική αντιπολίτευση να ξεκαθαρίσει τη στάση της, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλά για στροφή στην κοινωνική ατζέντα.
Πόλωση και παροχές

Η πόλωση, η οποία εκφράζεται τις τελευταίες ημέρες με μια επικοινωνιακή στρατηγική διαρκών και αιχμηρών επιθέσεων από το Μαξίμου προς τη ΝΔ ή ακόμη και το ΠΑΣΟΚ, αποτελεί ούτως ή άλλως την τελευταία προσπάθεια Τσίπρα για να γυρίσει το παιχνίδι, συνοδεύοντάς τη με εξαγγελίες για (λελογισμένες) παροχές όπως το κοινωνικό μέρισμα ή φοροελαφρύνσεις που μπορεί να φέρει η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Στην πραγματικότητα, όμως, οι παροχές αυτές ακυρώνονται με τα μέτρα που έχουν ήδη συμφωνηθεί και έρχονται τη διετία 2019-2020 και θα δεσμεύσουν και την όποια επόμενη κυβέρνηση, ανεξαρτήτως του χρόνου των εκλογών.

Για το τελευταίο, δηλαδή τον χρόνο των εκλογών, έχουν ήδη ξεκινήσει τα στοιχήματα ακόμη και μεταξύ στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Με τον Αλέξη Τσίπρα και τους συνεργάτες να δείχνουν πως έχουν καταλήξει στο πλάνο της «δίδυμης» κάλπης, προκειμένου το κόμμα τους να ελπίζει σε καλύτερη μεταχείριση από τους ψηφοφόρους σε αυτή των βουλευτικών εκλογών, τα τρία επικρατέστερα σενάρια κάνουν λόγο για την άνοιξη ή το φθινόπωρο του 2018 ή το αργότερο τον Μάιο του 2019, μαζί με τις ευρωεκλογές.

Οι κάλπες και το υβριδικό Μνημόνιο

Ουδείς λοιπόν, ακόμη και στο κυβερνητικό στρατόπεδο, φαίνεται να πιστεύει αυτή τη στιγμή πως οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, δηλαδή το φθινόπωρο του 2019. Και δεν διέλαθε την προσοχή όσων άκουσαν την ομιλία Τσίπρα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Τετάρτη πως για πρώτη φορά ο Πρωθυπουργός, αν και μίλησε για ορίζοντα εξαετίας (2+4 χρόνια), δεν αναφέρθηκε με καθαρό τρόπο, όπως έκανε μέχρι τώρα, σε κάλπες τον Σεπτέμβριο του 2019. Οπως επίσης επιχειρεί να αποποιηθεί τον όρο «καθαρή» έξοδος από τα Μνημόνια, μετά τα μηνύματα από τις Βρυξέλλες για νέο, υβριδικό Μνημόνιο, αλλά και τον όρο «success story» που θυμίζει… Σαμαρά –μολονότι ο ίδιος εξακολουθεί να παρουσιάζει μια εξωτική και εξωπραγματική εικόνα για την ελληνική οικονομία, δηλώνοντας «αθεράπευτα αισιόδοξος».

Αν και έλειψαν οι εντάσεις, η συνεδρίαση της ΚΟ, όταν έκλεισαν οι πόρτες, κατέδειξε για μία ακόμη φορά πως στο εσωτερικό της υπάρχει έντονος προβληματισμός για την πορεία προς την έξοδο από τα Μνημόνια και κυρίως αν αυτή είναι εφικτή. Αποψη που «σήκωσε» ιδίως ο Νίκος Φίλης, με αρκετούς βουλευτές να τη συμμερίζονται, έστω και αν παρέμειναν σιωπηλοί. Κι αν ο Αλέξης Τσίπρας εξακολουθεί να διαθέτει στη φαρέτρα του το όπλο του ανασχηματισμού, προκειμένου να ανακατέψει την τράπουλα μετά το τέλος της τρίτης αξιολόγησης και να μπορέσει έτσι να αποφύγει… ενοχλητικές φωνές, το κρίσιμο για τον ίδιο και την κυβέρνηση είναι το πώς θα μπορέσει να πείσει την κοινωνία για τα ίδια ακριβώς πράγματα, στα οποία δυσπιστούν τα στελέχη του.

Η έξοδος από το πρόγραμμα στήριξης το ερχόμενο καλοκαίρι δεν συνεπάγεται αυτόματα τερματισμό της λιτότητας ούτε ανάκαμψη της οικονομίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε η καθημερινότητα των πολιτών να αλλάξει δραματικά προς το καλύτερο. Τουναντίον, τα προβλήματα –όπως η ανεργία και η υπερφορολόγηση –θα παραμείνουν για αρκετά χρόνια ακόμα, ενώ η επιτροπεία θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια με τους υψηλούς στόχους για τα πλεονάσματα. Αυτά είναι και τα στοιχεία που επισημαίνουν βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζοντας την αγωνία τους να εφαρμοστεί τουλάχιστον η λεγόμενη αριστερή ατζέντα, ούτως ώστε και το κόμμα να έρθει πιο κοντά στις ιδεολογικές του ρίζες.