Συχνά φέρνω στον νου μου το απάνθρωπο πεπρωμένο του Αρτέμη Μάτσα (1930-2003). Κοντός, άσχημος, με καταχθόνιο βλέμμα κι εριστική φωνή –ό,τι εγγύτερο στο λαϊκό στερεότυπο του καταδότη των Γερμανών. Πώς να σου περάσει από το μυαλό ότι ο σαδιστής δωσίλογος του σινεμά ήταν στην πραγματικότητα ένας ευαίσθητος και καλλιεργημένος άνθρωπος που, τον καιρό της Κατοχής, αυτός και τα δύο αδέλφια του, ορφανά ήδη από μητέρα, εξαθλιωμένα, έκαναν κάθε δουλειά του ποδαριού και κινδύνεψαν να πεθάνουν από την πείνα. Τον πατέρα τους, τον Ελληνοεβραίο Πίνχας Μάτσα, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί το 1944 ύστερα από κατάδοση και τον έστειλαν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, από όπου δεν γύρισε ποτέ. Φαντάζομαι τον μικρό Αρτέμη, νύχτες ατελείωτες, μήνες, χρόνια, ξάγρυπνο, να περιμένει τον πατέρα του να επιστρέψει και ούτε θέλω να φανταστώ πώς θα ένιωθε ο ίδιος, όταν τον ξυλοκοπούσαν στον δρόμο άγνωστοι περαστικοί, επειδή στο πανί έμοιαζε τόσο πολύ με τον τύπο του ανθρώπου που απεχθανόταν περισσότερο.

Την περίοδο 2012-2013 βρισκόμουν τακτικά στο Στρασβούργο, ως μέλος της ελληνικής κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Ηταν η περίοδος που η Χρυσή Αυγή είχε δει κίτρινη κάρτα από το Συμβούλιο, επειδή η Ελένη Ζαρούλια, στην ολομέλεια της δικής μας Βουλής, είχε αποκαλέσει «υπανθρώπους» τους μετανάστες χωρίς χαρτιά. Οι καταγγελίες για την εγκληματική δράση της ναζιστικής οργάνωσης είχαν πυροδοτήσει μια ενδελεχή διακρατική έρευνα εκ μέρους του Συμβουλίου, υπό την εποπτεία του λετονού επιτρόπου για τα ανθρώπινα δικαιώματα Νιλ Μούιζνιεκς, που θα κατέληγε σε μια πολυσέλιδη αναφορά επιβαρυντικών στοιχείων –προσάναμμα και αυτή στο ακόμη πιο ογκώδες παραπεμπτικό πόρισμα του εισαγγελέα Ισίδωρου Ντογιάκου. Ορισμένες από τις καταγγελίες αφορούσαν τα διαβόητα πογκρόμ των χρυσαυγίτικων ταγμάτων εφόδου σε στέκια μεταναστών ή λαϊκές αγορές, όπου μπορούσες να βρεθείς μαχαιρωμένος, αρκεί να έμοιαζες με μετανάστη. «Μάλιστα, κύριε», είχε απαντήσει κάποτε ο Αλέξανδρος Δουμάς σε έναν κακοήθη που τον είχε ειρωνευτεί για τη μελαψή του επιδερμίδα. «Ο προπάππους μου ήταν πίθηκος, ο παππούς μου ήταν νέγρος και ο πατέρας μου ήταν μιγάς. Η δική σας οικογένεια, καθώς βλέπω, ακολούθησε την ίδια διαδρομή, αν και προς την αντίθετη κατεύθυνση».

Πριν από λίγους μήνες ξεσήκωσα το διαδικτυακό ανάθεμα, επειδή είχα το θράσος να συγκρίνω τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής με τα τάγματα εφόδου του Ρουβίκωνα, τη «χορτοφαγική εκδοχή της 17 Νοέμβρη», όπως πολύ εύστοχα τον χαρακτήρισε ο Απόστολος Δοξιάδης. Ωστόσο, το πρόσφατο πογκρόμ στο Μοναστηράκι, προς άγραν όποιου έμοιαζε με ακροδεξιό –ας είχε και απλώς κομμένα κοντά τα μαλλιά του –ή η δημόσια διαπόμπευση ενός γιατρού μέσα στον «Ευαγγελισμό», έπειτα από ανώνυμη καταγγελία (στο βίντεο που ανάρτησαν οι λεβέντες βλέπουμε ακάλυπτο το πρόσωπο του τρομοκρατημένου θύματος, όχι όμως και τους διάπυρους θύτες) φανερώνουν ότι το νταβατζιλίκι δεν γνωρίζει ιδεολογικούς φραγμούς και σε λίγο καιρό –ιδίως εάν, κούφια η ώρα, έχουμε πάλι νεκρό –το ερώτημα ποιο τάγμα είναι πιο φασιστικό θα απασχολεί μονάχα σχολαστικούς φιλολόγους.

Διαμαρτυρόμενοι φοιτητές, προ ημερών, επιχείρησαν να εισβάλουν στη Βουλή. Αντιμετώπισαν τα ΜΑΤ και τα δακρυγόνα. Στην αντίστοιχη περίπτωση του Ρουβίκωνα, οι δράστες έκαναν μια βόλτα έως τα μισά της διαδρομής προς τη ΓΑΔΑ. Η διαδρομή δεν ήταν του γούστου τους. Με απόφαση άνωθεν, του Προέδρου της Βουλής, αφέθησαν ελεύθεροι. Ευτυχώς, ο Aρειος Πάγος, έστω και αγουροξυπνημένος, έδωσε εντολή να διαλευκανθεί γιατί αυτός ο νταβατζής τυγχάνει ειδικής μεταχείρισης. Κάθε νταβατζής πρέπει να είναι ίσος απέναντι στο Νόμο. Ακόμη και ο νταβατζής της καρδιάς μας.