Πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από τη βρετανική οικονομία καθώς οι επιπτώσεις λόγω Brexit γίνονται ολοένα και περισσότερο αισθητές στην καθημερινότητα των καταναλωτών.

Το δείχνουν τα στατιστικά για τον τομέα των υπηρεσιών, που τον Αύγουστο κινήθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα εδώ και έναν χρόνο. Το επιβεβαιώνουν όμως και οι λιανικές πωλήσεις που ναι μεν ενισχύθηκαν για τρίτο συνεχόμενο μήνα, αυτό όμως προήλθε από την αύξηση των τιμών στα τρόφιμα, όχι επειδή οι Βρετανοί αγόρασαν περισσότερα προϊόντα.

Το αντίθετο μάλιστα συνέβη. Στατιστικά που δημοσιεύθηκαν χθες δείχνουν ότι τον Αύγουστο οι καταναλωτικές δαπάνες επιβραδύνθηκαν από πλευράς όγκου κατά 2,9%, καθώς οι μετρήσεις δείχνουν ότι οι αγοραστές «σφίγγουν το ζωνάρι». Τα στοιχεία της Barclaycard αποκαλύπτουν ότι οι δαπάνες σε βασικά αγαθά αυξήθηκαν με τον πιο αργό ρυθμό των τελευταίων 12 μηνών, ενώ σε έρευνα που διενήργησε η εταιρεία σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες τόνισαν πως «αισθάνονται την πίεση» από τον υψηλότερο πληθωρισμό. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες στη Βρετανία που ένα τόσο μεγάλο ποσοστό καταναλωτών, ίσο με το 43%, αναφέρει πως έχει αλλάξει τις καθημερινές του συνήθειες σχετικά με τις αγορές τροφίμων ακριβώς λόγω ανόδου των τιμών και της ανασφάλειας.

Σε αυτήν ακριβώς την αύξηση οφείλεται και η άνοδος κατά 1,3% της αξίας των λιανικών πωλήσεων κατά τον μήνα Αυγούστο, την οποία ανακοίνωσαν η ένωση British Retail Consortium (BRC) και η KPMG. «Μια δεύτερη ωστόσο ανάγνωση των στοιχείων αποκαλύπτει μια λιγότερο θετική ιστορία για την υγεία των καταναλωτικών δαπανών» σύμφωνα με την Ελεν Ντίκινσον, διευθύνουσα σύμβουλο της BRC.

Ανησυχητικά μηνύματα στέλνει και η πορεία του δείκτη των υπηρεσιών ΡΜΙ που δημοσίευσε χθες η εταιρεία Markit. Ο πανίσχυρος τομέας των υπηρεσιών, που θεωρείται κομβικής σημασίας για την ευρωστία ή μη της βρετανικής οικονομίας, κατέγραψε τον Αύγουστο μια από τις πιο αδύναμες επιδόσεις του τελευταίου χρόνου. Υποχώρησε συγκεκριμένα στο 53,2 από το 53,8 τον Ιούλιο, κάτω δηλαδή από τη μέση πρόβλεψη των οικονομολόγων του Reuters που εκτιμούσαν πως δεν θα πέσει κάτω του 53,5. Πρόκειται για την πιο χαμηλή επίδοση από τον Σεπτέμβριο του 2016, δηλαδή λίγο μετά το δημοψήφισμα για τη συμμετοχή της χώρας στο ευρωπαϊκό μπλοκ.

«Καθησυχαστικό δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε το γεγονός ότι η αισιοδοξία των ερωτηθέντων επιχειρηματιών αυξήθηκε καθώς αυτή συνεχίζει να βρίσκεται κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, τα οποία στο παρελθόν είχαν αποτελέσει προάγγελο στασιμότητας ή ακόμη και συρρίκνωσης της οικονομίας» σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Markit Κρις Γουίλιαμσον. Κύρια ανησυχία των επιχειρηματικών στελεχών είναι το Brexit, όπως ο ίδιος διευκρίνισε.

Στην έρευνα της Markit υπάρχει ωστόσο και ένα θετικό σημείο. Ο υποδείκτης για τις προσλήψεις στον τομέα των υπηρεσιών εκτοξεύθηκε σε υψηλά 19 μηνών. Από την άλλη όμως πλευρά, οι νέες παραγγελίες αυξήθηκαν με τον δεύτερο πιο αργό ρυθμό από τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Συνδυαστικά, όλοι οι παραπάνω δείκτες PMI για τη βρετανική δραστηριότητα υπαινίσσονται, σύμφωνα με τους αναλυτές, οικονομική ανάπτυξη 0,3% για το τρίτο τρίμηνο.