Οι προσωπικοί χαρακτηρισμοί συνήθως τελειώνουν με καβγά έναν διάλογο που εμπόδισαν να ξεκινήσει. Αποσύρω τον χαρακτηρισμό «νοσταλγός της χούντας» που απέδωσα στον Αρκά όχι με σκοπιμότητα, αλλά ως ιστορικό αντανακλαστικό σε ένα σκίτσο που, ενώ κανονικά εντάσσεται στο mainstream, θέτει υποδόρια θέμα λιγότερης δημοκρατίας μόλις 50 χρόνια μετά την κατάλυση του πολιτεύματος στην Ελλάδα –και με σύμβολα το στέμμα και τον στρατό, ρωτά «μήπως παραείμαστε δημοκρατικοί;», αφανίζοντας τους αντιπάλους. Αυτός είναι ο λόγος της κριτικής μου, η οποία παραμένει.

Η εθνική και κοινωνική τραγωδία της χούντας των συνταγματαρχών το ’67, κατάληξη των Ιουλιανών και με βαθιές ρίζες στον Εμφύλιο, κορυφώθηκε το ’74 με την προδοσία της Κύπρου, την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Ο κύκλος δηλαδή έκλεισε χωρίς μέχρι σήμερα να έχουν αποκατασταθεί τα δικαιώματα του Ελληνισμού. Συνεπώς, τα σύμβολά της έχουν την επικαιρότητα των ανοικτών πληγών μας και γι’ αυτό χρήζουν ανάλογης περίσκεψης όταν χρησιμοποιούνται.

Βέβαια, κάθε δημόσια έκφραση εμφορείται από τη συγκυρία της. Στις μέρες μας παρακολουθούμε τις εκδηλώσεις του ιστορικού αναθεωρητισμού σε Ελλάδα και Ευρώπη, την εξοικείωση με την αποσχετικοποίηση, τη νεοκατηγοριοποίηση. Τελευταίο παράδειγμα, η θερμή υποδοχή της επιχείρησης εξίσωσης του κομμουνισμού με τον ναζισμό στο Ταλίν, από την κραταιωμένη πια ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ, την επιρροή της οποίας διακρίναμε και στην πρόσφατη συνέντευξη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Μητσοτάκη στο Politico. Επίσης, πριν από δύο μήνες δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» άρθρο επιφανούς εκπροσώπου του λεγόμενου φιλελεύθερου χώρου και του ρεύματος της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας, που έδινε την εκμοντερνισμένη εκδοχή της μετεμφυλιακής Δεξιάς για τη δικτατορία. Μέσα από μια αντιστροφή της λογικής σειράς, παρουσίασε τη χούντα και όσες προπαρασκευαστικές εκτροπές οδήγησαν σε αυτή περίπου ως προϋπόθεση της δημοκρατίας και του αστικού εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους. Με εργαλείο τέτοιες ερμηνείες, η ιστορικά καταδικασμένη μετεμφυλιακή Δεξιά προσπαθεί να βγει από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Και κάπως έτσι σταδιακά, υπό νέες αναγνώσεις και χρονική απόσταση, αποταυτίζονται σύμβολα και πολιτικοί χώροι από τα τρομερά τους σημαινόμενα.

Η Ιστορία όμως έχει μιλήσει. Η μετάβαση στη δημοκρατία το 1974 επισφραγίζεται με την καταδίκη των τυπικών πρωταιτίων. Με τους λαϊκούς αγώνες οι δημοκρατικοί θεσμοί σταθεροποιούνται και εμβαθύνονται, ο Κωνσυαντίνος Καραμανλής νομιμοποιεί το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και ο Ανδρέας Παπανδρέου αναγνωρίζει την Εθνική Αντίσταση, κατεβάζοντας τους Ελληνες από τον Γράμμο και το Βίτσι, αποδεσμεύοντάς τους από τα εμφύλια πάθη, σε έναν δρόμο σχετικής αυτονομίας από τον ξένο παράγοντα. Και θέτοντας τις βάσεις ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Αυτή είναι η ευγενής κληρονομιά της Μεταπολίτευσης που, για όσο κράτησε, οι απολογητές της νεοφιλελεύθερης, νεοαποικιακής βαρβαρότητας τη μάχονται ακόμα –σήμερα στο πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Στο τέλος του δρόμου της αναθεώρησης, οι ίδιοι θα είναι έτοιμοι, αν χρειαστεί, να θέσουν πάλι το ερωτηματικό στη δημοκρατία. Οχι φιλοσοφικά, αλλά στο πλαίσιο του κράτους έκτακτης ανάγκης μιας καπιταλιστικής κρίσης. Επειδή όμως «η Ιστορία είναι πάντα σύγχρονη», η αντίθεσή μας ή μη στις πρακτικές της αναθεώρησής της θα επαναοριοθετεί τη ρέουσα πολιτική γεωγραφία. Από την Αριστερά, το Κέντρο και τη Δεξιά ώς την Ακροδεξιά ντυμένη με πολιτικά, που για να ικανοποιεί τα μεγάλα αφεντικά της θα είναι πάντα πρόθυμη να ματώσει τη δημοκρατία.

H Νίνα Κασιμάτη είναι βουλευτής Β’ Πειραιά του ΣΥΡΙΖΑ και μέλος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.