Η παρούσα κυβέρνηση συγκίνησε μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, και κέρδισε την ψήφο του, υποσχόμενη να του ξαναδώσει τη χαμένη του περηφάνια. Ας δούμε πού βρισκόμαστε δυόμισι χρόνια μετά.

Η πρόσφατη καθυστερημένη και κουτσουρεμένη συμφωνία φαίνεται τώρα ότι δεν ήταν καν η τελική πράξη για την εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου. Ενώ πλησιάζει (17 Ιουλίου) η ημερομηνία πέραν της οποίας θα αρχίσουν να συγκεντρώνονται οι τεχνικές προϋποθέσεις για τη θέση της χώρας μας σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, ήδη αποκλείστηκε εκταμίευση αυτήν την εβδομάδα, καθώς υπάρχουν ακόμα εκκρεμότητες, προαπαιτούμενα και «κόκκινες γραμμές» για τους δανειστές.

Πέρα από τον προφανή πολιτικό κόλαφο για την κυβέρνηση, πέρα και από την ακόμα προφανέστερη απειλή για την οικονομία αλλά και για την εικόνα της χώρας μας, αυτό που τρομάζει είναι ορισμένοι από τους λόγους για τη μη εκταμίευση. Και μόνο η προβολή τους, αλλά κυρίως οι συνέπειές τους, δημιουργούν ένα πρόβλημα βαθύτερο και σημαντικότερο από την ίδια την εκταμίευση που ελπίζουμε ότι, έστω την τελευταία στιγμή, θα λάβει χώρα. Αν η παρούσα κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία για να αποκαταστήσει την «εθνική κυριαρχία» που πράγματι έχει εξ ορισμού πληγεί με την υπαγωγή στα συνεχόμενα και διαιωνιζόμενα Μνημόνια, η πραγματικότητα δείχνει πως σήμερα, δίπλα στην οικονομική και πολιτική απώλεια κυριαρχίας, προστέθηκε και η δικαιοκρατική.

Δυο από τις νέες απαιτήσεις των δανειστών σηματοδοτούν αυτή την υποχώρηση. Η πρώτη προέρχεται από το ΔΝΤ και συνίσταται στην έκδοση δεσμευτικής «νομικής γνώμης» για τη συνταγματικότητα των περικοπών, κυρίως όσον αφορά τις συντάξεις. Το «φάουλ», και η ταπείνωση, είναι σε τρία επίπεδα: το ΔΝΤ θέτει μονομερώς νέα ζητήματα μετά το «κλείσιμο» της «συμφωνίας» (στην οποία μάλιστα αποφασίστηκε να μη μετάσχει πλήρως), ζητά να παρακαμφθεί ή να παραβιαστεί το ελληνικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, τόσο ως προς την αρμοδιότητα (μόνο τα δικαστήρια και μόνο παρεμπιπτόντως μπορούν να αποφανθούν για ζητήματα συνταγματικότητας, άλλη «γνώμη» δεν προβλέπεται) όσο και ως προς τον χρόνο (πριν από την εκταμίευση, δηλαδή άμεσα), εκβιάζει ή προκαταλαμβάνει τη δικαστική απόφανση, αφού όποιοι δώσουν τη «γνώμη» δεν θα έχουν μόνο την πίεση του χρόνου αλλά και του αποτελέσματος (χωρίς «γνώμη» δεν θα υπάρξει εκταμίευση). Προς την ίδια κατεύθυνση κάμψης των εθνικών δικαιοδοτικών διαδικασιών –πέρα από το δίκαιο ή το άδικο του αιτήματος –οδηγεί και η επιμονή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διευθετηθεί με άλλον πλην της ασκηθείσας αναίρεσης τρόπο η δικαστική εκκρεμότητα των τριών αλλοδαπών τεχνοκρατών του ΤΑΙΠΕΔ.

Με τις ενέργειές της και τον τρόπο που διαπραγματεύτηκε, η κυβέρνηση δέχθηκε, υπό την πίεση των δανειστών και της οικονομικής ανάγκης της χώρας, τα ακόλουθα πρωτοφανή: να νομοθετήσει από τώρα για το 2019 και επέκεινα, παραβιάζοντας τη συνταγματική παράδοση και δεσμεύοντας την επόμενη κυβέρνηση να λάβει «συμπληρωματικά» μέτρα, χωρίς συζήτηση και έξω από κάθε νομοθετική διαδικασία, να κλείσει μια συμφωνία που δεν κλείνει κανένα μέτωπο και μονιμοποιεί την υπαγωγή σε μια οιονεί μνημονιακή κατάσταση και, τώρα, να αντιμετωπίζει το δίλημμα ή να παραβιάσει το Κράτος Δικαίου ή να αφεθεί χωρίς τη συμφωνημένη δόση. Μαζί με τις κοινωνικές συνέπειες των ίδιων των μέτρων, αυτά τα απόνερα συνιστούν, πράγματι, λόγους για να είναι υπερήφανη.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος