Ο Φοίβος Δεληβοριάς υπερτερεί εμού σε δύο τουλάχιστον σημεία: αφενός είναι έξι χρόνια νεότερος. Αφετέρου οι γονείς του είχαν εξοχικό κάπου στην Αττική, όπερ σημαίνει ότι με το που έκλειναν τα σχολεία βούταγε στη θάλασσα και δεν ξανάβγαινε έως τον Σεπτέμβριο, παρά μονάχα για να καβαλήσει το ποδήλατο και να ξαμοληθεί –μαζί με ένα σμάρι συνομηλίκων του –για πίτσα, παγωτό και σινεμά. Ενώ εγώ ως πιτσιρικάς μπάνιο με τη μαμά μου κάθε πρωί στη Βουλιαγμένη κι έπειτα επιστροφή στην Κυψέλη, μοναχικά απογεύματα στη βεράντα, να συναρμολογώ αεροπλανάκια και να καταβροχθίζω Ιούλιο Βερν.

Δύο βράδια την εβδομάδα η ζωή μου ζωήρευε.

Τις Τετάρτες ο πατέρας μου με πήγαινε σε κάποιο από τα θερινά που αφθονούσαν τότε πάνω και κάτω από την Πατησίων και έπαιζαν –σε δεύτερη προβολή –μεγάλες επιτυχίες, κωμωδίες και περιπέτειες, «Κατσαριδάκι, αγάπη μου» ή τη θρυλική «Γέφυρα του ποταμού Κβάι».

Τα Σάββατα οικογενειακώς θεατριζόμασταν. Γύρω από το Πεδίον του Αρεως λειτουργούσαν πέντε – έξι σκηνές, το Παρκ, το Αθήναιον, το Σμαρούλα. Ανέβαζαν είτε κλασικές είτε προχωρημένες για την εποχή επιθεωρήσεις. Στη μια μαρκίζα αναβόσβηναν τα ονόματα των θρύλων του μουσικοχορευτικού –Σταυρίδης, Βλαχοπούλου, Σαπουντζάκη -, διακόσια μέτρα παρακάτω τα «παιδιά» του Ελεύθερου Θεάτρου, το οποίο έγινε Ελεύθερη Σκηνή και μετακόμισε από το Αλσος Παγκρατίου, έσπαγαν με την τόλμη του ταλέντου τους τούς κανόνες του είδους.

Παράλληλα με τα θέατρα υπήρχαν τα αναψυκτήρια, όχι μόνο στο κέντρο αλλά και στις συνοικίες. Πιο μαζική, πιο λαϊκή διασκέδαση. Πολυμελείς οικογένειες με μωρά και με γιαγιάδες απλώνονταν στα τραπεζάκια, δροσίζονταν με μπίρες και γρανίτες και απολάμβαναν τον κομφερανσιέ να αλωνίζει και να ξεδιπλώνει, πολύχρωμη βεντάλια, την πραμάτεια του: παρλάτες, σκετς, ταχυδακτυλουργικά, τρομπέτες και σαξόφωνα να δίνουν στο Αιγάλεω ένα λάτιν άρωμα αλλά και ηλεκτρικά μπουζούκια, με ήχο βρώμικο για τα εκλεπτυσμένα –τουτέστιν κουλτουριάρικα –ώτα, για τούτο ακριβώς και ξεσηκωτικό στο έπακρον. Οποιος δεν έχει δει ογδοντάχρονη να χορεύει τσιφτετέλι σε αναψυκτήριο, δεν ξέρει τι εστί διονυσιασμός.

Θέλω να πω ότι κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ασφαλώς και νωρίτερα, η καλοκαιρινή Αθήνα έσφυζε από διασκεδάσεις. Το αγιόκλημα και τα γιασεμιά της εποχής του Κηλαηδόνη είχαν συρρικνωθεί από το τσιμέντο, ο κόσμος όμως –παρ’ όλα τα προβλήματά του –νυχτοπερπατούσε ακατάπαυστα.

Η ζημιά έγινε στη συνέχεια. Οι σκηνές μετατράπηκαν σε γκαράζ, οι θίασοι το γύρισαν στις περιοδείες (η περιφέρεια, και δικαίως, διψούσε για θέατρο), οι συναυλίες και οι παραστάσεις στον Λυκαβηττό και στα πέριξ νταμάρια μπορεί ενίοτε να μας συνάρπαζαν, ήταν όμως εξ ορισμού «μια κι έξω», δεν εντάσσονταν στην καθημερινότητά μας, δεν είχαν τη γλύκα εκείνη της οικειότητας. Η Αθήνα κατέληξε ένας τόπος από τον οποίο, μόλις έπιαναν οι ζέστες, όλοι ονειρεύονταν να αποδράσουν.

Οταν, πριν από λίγους μήνες, ο Φοίβος Δεληβοριάς μου είπε πως φιλοδοξεί να φτιάξει ένα σημερινό αναψυκτήριο στο κέντρο της πόλης μας έμεινα άναυδος. Και όσο μού ανέπτυσσε την ιδέα του τόσο ο αρχικός ενθουσιασμός μου αναμειγνυόταν με δυσπιστία. «Θα έχεις –λες –καλεσμένους πρώτα ονόματα, θίασο ποικιλιών, ντιζέζ, μάγο, διαγωνισμό νέων ταλέντων, μέχρι και στριπτίζ… Ποιος παραγωγός θα επενδύσει σε ένα τέτοιο όνειρο;». «Ο Ηλίας Μαροσούλης» μου απάντησε «έχει φάει τη νύχτα, σε όλο της το βάθος και το πλάτος, με το κουτάλι. Παίζει στα δάχτυλα τους κανόνες των χορταστικών θεαμάτων, ξέρει ακριβώς τον κόπο αλλά και τον τρόπο που απαιτείται. Εχει επιπλέον άξιους διαδόχους. Ε, θα μου δώσουν την ευκαιρία!».

Προχθές το βράδυ, σε μια ταράτσα κάτω απ’ την Ακρόπολη, ο Φοίβος εξαιρετικός οικοδεσπότης με φανταχτερό σακάκι έκανε πρεμιέρα. Μέσα σε ένα τρίωρο, παρήλασε μπροστά σε τετρακόσιους θεατές –οι οποίοι αγνόησαν εντελώς τη βροχή –ένας αιώνας γνήσιας αθηναϊκής ψυχαγωγίας, από το 1930 μέχρι το 2030, αφού η παράσταση ξεκινάει μεν από το παρελθόν, από τη μάντρα κιόλας του Αττίκ, κοιτάζει ωστόσο προς το μέλλον. Σπαρταριστοί μα και άκρως συγκινητικοί μονόλογοι από τον Λάμπρο Φισφή και τον Θανάση Αλευρά, επιθεωρησιακά νούμερα από το ντουέτο Στενός Κορσές, αφιέρωμα στο σατιρικό τραγούδι, στις παλιές τηλεοπτικές διαφημίσεις, απόδοση τιμών στον Χατζιδάκι και στον Θεοδωράκη, ο μάγος με το μαγευτικό όνομα Κόστα Φαντάστικο να ακροβατεί πάνω στις ψευδαισθήσεις μας, η Νατάσσα Μποφίλιου να φωταγωγεί, να πυρπολεί τη νύχτα.

«Θα συνεχίσω μέχρι τον Σεπτέμβριο. Θα αλλάζω πρόγραμμα κάθε εβδομάδα». «Θα σε μιμηθούν πολλοί». «Αυτό ακριβώς επιθυμώ!».

Ετσι, με τέτοιες τολμηρές ζαριές, θα ξαναζωντανέψει η Αθήνα μας. Κι όχι με επιδοτούμενες διοργανώσεις, επαγγελματίες της πρωτοπορίας, μακρόσυρτες συνεδριάσεις και μισοσκότεινους διαδρόμους.