«Η κατάσταση είναι τόσο μπερδεμένη». Με τη φράση αυτή, στέλεχος με πλήρη γνώση όσων διημείφθησαν στη συνεδρίαση του Eurogroup εκφράζει παντελή αδυναμία εκτιμήσεων για το τι μπορεί να συμβεί στις 15 Ιουνίου, όταν σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν θα επιδιωχθεί εκ νέου η λεγόμενη παγκόσμια συμφωνία για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, μια συμβιβαστική λύση ανάμεσα στο Βερολίνο και στο ΔΝΤ για το χρέος και η εκταμίευση της δόσης.
Ενα εφιαλτικό σενάριο το οποίο παρουσιάζουν ως βασικό σχέδιο σε δημοσιεύματά τους οι εφημερίδες «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» και η «Χάντελσμπλατ», δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ούτε στις 15 Ιουνίου να βρεθεί λύση για το χρέος, να συμφωνηθεί όμως με κάποιο τρόπο η εκταμίευση της δόσης και η Ελλάδα να μείνει με τα σκληρά μέτρα και με υποσχέσεις μελλοντικών διευθετήσεων «αν χρειαστεί» και κυρίως χωρίς συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Αν κανένας από τους κυριάρχους παίκτες, Σόιμπλε και Τόμσεν, δεν βάλει επαρκές νερό στο κρασί του, το εφιαλτικό σενάριο μπορεί να μετουσιωθεί σε πραγματικότητα.
Προς το παρόν, κανένας δεν κάνει πίσω. Το αντίθετο μάλιστα. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δηλώνει ότι τις επόμενες τρεις εβδομάδες η ευρωπαϊκή πλευρά θα προσπαθήσει να πείσει το Ταμείο να συνεχίσει να μετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα, βάζοντας κεφάλαια μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018.

Αυτό το σενάριο απειλήθηκε να γίνει πράξη στη συνεδρίαση της 22ης Μαΐου, όταν στο τραπέζι τέθηκε πρόταση που προέβλεπε άμεση εκταμίευση της δόσης και συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα μετά την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος το 2018.

Με τον τρόπο αυτό, ο βραχνάς του χρέους θα έφευγε από το προσκήνιο για το Βερολίνο, οι Ευρωπαίοι θα έδιναν ακόμα μία φορά υποσχέσεις άνευ αντικρίσματος –όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν στην Ελλάδα –η χώρα θα έμενε χωρίς ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και κυρίως θα άνοιγε και επισήμως ο δρόμος για ένα ακόμα Μνημόνιο σκληρών όρων, με χρηματοδότηση μετά το καλοκαίρι του 2018.

«Η συζήτηση στο Eurogroup της Δευτέρας κάποια στιγμή πριν από τα μεσάνυχτα πήγαινε για λύση με εκταμίευση της δόσης και μετάθεση των συζητήσεων για το χρέος μετά τις γερμανικές εκλογές, με συντήρηση του ΔΝΤ σε ρόλο παρατηρητή αλλά χωρίς χρηματοδότηση στο ενδιάμεσο» μεταφέρει στα «ΝΕΑ» πηγή με γνώση των συνομιλιών.

Οι δύο γίγαντες και το… ξύλο

Δεν προκαλεί εντύπωση ότι αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από την ελληνική κυβέρνηση. Ευρωπαϊκές πηγές αναφέρουν ότι σύμμαχος στον Ευκλείδη Τσακαλώτο στάθηκε ο Μπρουνό Λεμέρ, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι υποστηρικτικά τοποθετήθηκε και ο υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας Πιερ Πάολο Πάντοαν.
«Δύο γίγαντες πάλευαν στο δωμάτιο» συνεχίζει η πηγή μας και προσθέτει ότι στο σενάριο αυτό «κάποια στιγμή θα ζητούσαν κι άλλα από την Ελλάδα».

Μια δεύτερη πηγή μεταφέρει ότι στη συνεδρίαση του Eurogroup «έπεσε πολύ ξύλο», επιβεβαιώνοντας τις τεράστιες αποστάσεις ανάμεσα στις απαιτήσεις του ΔΝΤ και τις κόκκινες γραμμές του Βερολίνου. Ενδεικτικό είναι ότι η πρόταση για επιμήκυνση των ωριμάσεων ορισμένων δανείων κατά 15 χρόνια που τέθηκε στο τραπέζι απορρίφθηκε από το ΔΝΤ και σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης ο Τόμσεν συνέχισε να ζητά καθαρές λύσεις για το χρέος, με νούμερα που βγαίνουν και όχι με υπεραισιόδοξες παραδοχές για πλεονάσματα και ανάπτυξη έως το 2060.

Στις επίσημες δηλώσεις του στη συνέχεια ο Πολ Τόμσεν επανέλαβε ότι απαιτούνται «περισσότερος ρεαλισμός και εξειδίκευση».

Ο Σόιμπλε αποκαλύπτει

Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών στις δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση του Ecofin αποκάλυψε ότι το σχέδιο ήταν επί της ουσίας ακριβώς αυτό: δόση τώρα και μετάθεση του προβλήματος του χρέους για το μέλλον. Προσπαθήσαμε να βρούμε μια λύση, είπε «βρίσκοντας έναν τρόπο να συμμετάσχει τώρα το ΔΝΤ, αλλά η οικονομική συμμετοχή του να αρχίσει μετά το τέλος του προγράμματος».

Εξήγησε παράλληλα ότι οι επόμενες τρεις βδομάδες θα αξιοποιηθούν «ώστε οι Ευρωπαίοι να πείσουν το ΔΝΤ να τηρήσει αυτά τα οποία συμφωνήθηκαν ήδη από την αρχή της συμμετοχής του στα προγράμματα σωτηρίας, στα οποία λαμβάνει μέρος ήδη από το 2010» και προσέθεσε: «Γι’ αυτό και πρέπει να συνεχίσει να συμμετέχει σε αυτή τη γραμμή, διότι διαφορετικά θα πρόκειται για ένα άλλο πρόγραμμα το οποίο θα χρειάζεται την έγκριση μιας σειράς ευρωπαϊκών Κοινοβουλίων, κάτι το οποίο δεν θα ήθελε κανείς στην Ευρώπη. Γι’ αυτό κινηθήκαμε σε αυτό το πλαίσιο». Οι δηλώσεις του αυτές καθόλου δεν αναδεικνύουν διάθεση γερμανικής υπαναχώρησης.

«Πόκερ» με το πλεόνασμα

Το σκηνικό που στήθηκε στο Eurogroup της 22ας Μαΐου αναδεικνύει τα προβλήματα της επόμενης ημέρας. Η απόσταση ανάμεσα σε Βερολίνο και ΔΝΤ παραμένει χαώδης και ίσως το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι ακόμα και η πλευρά της Κομισιόν θεωρεί τις παραδοχές του ΔΝΤ, πάνω στις οποίες στήνει την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους διεκδικώντας καθαρές λύσεις, «πολύ συντηρητικές».
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι μία από τις βασικές παραδοχές του ΔΝΤ αφορά 1% μέση ανάπτυξη τα χρόνια που ακολουθούν έως το 2060, ενώ είναι γνωστό ότι το Ταμείο θεωρεί παράλογο οποιοδήποτε σενάριο πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 1,5%. Ετσι, ζητά δραστικές λύσεις (περιγραφικές τώρα αλλά ξεκάθαρες με εφαρμογή το 2018) ελάφρυνσης.
Τα ευρωπαϊκά σενάρια ξεκινούν με προβλέψεις ανάπτυξης από 1,25% και άνω προσαρμόζοντας ανάλογα τον πήχη των πρωτογενών πλεονασμάτων σε κάθε περίπτωση πάνω από το 2%.
Οπως αναφέρει μια δεύτερη πηγή με γνώση των διαφόρων σεναρίων, «μιλώντας με όρους πρωτογενούς πλεονάσματος, οτιδήποτε πάνω από 2,6% του ΑΕΠ σημαίνει ότι δεν χρειάζεται καμία παρέμβαση για τη βιωσιμότητα του χρέους, οτιδήποτε κάτω από 2% του ΑΕΠ σημαίνει ότι χρειάζεται ελάφρυνση με δημοσιονομικές μεταβιβάσεις (fiscal transfers). Το ουδέτερο σημείο βρίσκεται ανάμεσα στο 2% και το 2,6% του ΑΕΠ και εκεί αναζητείται λύση η οποία θα ικανοποιεί όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές».
Το Βερολίνο κινείται στο άνω άκρο παραδοχών ανάπτυξης και πλεονασμάτων προκειμένου να βγει το χρέος από μόνο του βιώσιμο, απορρίπτοντας κάθε ενδεχόμενο σταθεροποίησης επιτοκίων ή δραστικής επιμήκυνσης των ωριμάσεων όπως ζητά το ΔΝΤ.

Η Ελλάδα βρίσκεται μες στη μέση. Παρατηρεί τη μάχη Βερολίνου – ΔΝΤ και η δύναμη παρέμβασής της μέχρι τώρα έχει αποδειχθεί χαμηλή.