Από το 1978 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αναγάγει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας σε ραχοκοκαλιά κάθε συστήματος Υγείας, προκειμένου να παρέχεται όχι μόνο εξωνοσοκομειακή περίθαλψη, αλλά και πρόληψη και ιατρικοκοινωνική φροντίδα σε όλο τον πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα ουδέποτε απέκτησε ολοκληρωμένο σύστημα ΠΦΥ, παρά το γεγονός ότι οι διεθνείς οργανισμοί αναβαθμίζουν τον ρόλο της ΠΦΥ σε περιόδους οικονομικής κρίσης.

Οι προσπάθειες που έγιναν σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης ήταν πολλές, αλλά όλες απέτυχαν να εντάξουν τα Πολυϊατρεία του ΙΚΑ στο ΕΣΥ και να θεσπίσουν τον οικογενειακό γιατρό, κυρίως λόγω της έλλειψης ικανής πολιτικής βούλησης και επαρκούς σχεδιασμού. Μόνο πρόσφατα, λόγω των μνημονιακών υποχρεώσεων, μπόρεσε να επιτευχθεί η ενοποίηση των Ταμείων Υγείας στον ΕΟΠΥΥ και η ένταξη των Πολυϊατρείων του ΙΚΑ στο ΕΣΥ με τη δημιουργία του ΠΕΔΥ, χωρίς όμως να έχουν αντιμετωπιστεί ακόμα τα σημαντικά προβλήματα υποστελέχωσης, υποχρηματοδότησης, διοίκησης και οργάνωσης.

Αντί λοιπόν η σημερινή κυβέρνηση να φροντίσει να επιλύσει τα προβλήματα αυτά, επανασχεδιάζοντας τον χάρτη της ΠΦΥ με τις αναγκαίες ανακατανομές σε υποδομές, πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, αλλά και καλύπτοντας τα κενά με την αξιοποίηση των πρωτοβάθμιων μονάδων που διαθέτει η Τοπική Αυτοδιοίκηση και ο συμβεβλημένος ιδιωτικός τομέας, προωθεί ένα νομοσχέδιο το οποίο υιοθετεί μεν σωστές αρχές και στόχους, αλλά βασίζεται στην επέκταση του κρατικού συστήματος Υγείας. Με τη δημιουργία νέων Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤοΜΥ), νέων Κεντρικών Διαγνωστικών Εργαστηρίων, νέων Κέντρων Ειδικής Φροντίδας, επιχειρείται να επεκταθεί το κρατικό ΕΣΥ και να αυξηθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι, χωρίς να περισσεύουν οι αναγκαίοι πόροι, αλλά και χωρίς να υφίσταται στην εποχή μας η ανάγκη αυτή.

Τα πολλά εκατ. ευρώ τον χρόνο που θα απαιτηθούν για να λειτουργήσουν οι νέες κρατικές υπηρεσίες όχι μόνο δεν υπάρχουν σήμερα, αλλά και εάν υπάρξουν στο μέλλον θα πρέπει κατά προτεραιότητα να χρηματοδοτήσουν τις υφιστάμενες νοσοκομειακές και πρωτοβάθμιες υποδομές που κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Η δε ανάγκη για οργανωμένες μονάδες ΠΦΥ σε κάθε δήμο και σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα, που σωστά επισημαίνει το νομοσχέδιο, κάλλιστα μπορεί να ικανοποιηθεί από τις υπηρεσίες των δήμων, οι οποίοι έχουν οργανώσει σε αρκετές περιπτώσεις εξαιρετικά Δημοτικά Ιατρεία, όπως πρόσφατα ο Δήμος της Αθήνας στην Κυψέλη και στα Κάτω Πατήσια. Αλλωστε, σε πολλές χώρες της Ευρώπης η ΠΦΥ είναι αποκλειστική ευθύνη της ΤΑ (σκανδιναβικές χώρες), ενώ αλλού (Ιταλία) οι ΟΤΑ έχουν σημαντικό ρόλο στη διοίκησή τους.

Επιπλέον, στην περίοδο που διανύουμε, με τους ανεπαρκείς πλέον πόρους για την εύρυθμη λειτουργία του ΕΣΥ και τους πλεονάζοντες ιδιώτες γιατρούς, η σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, εφόσον βέβαια θεσπιστούν ενιαίοι και αυστηροί κανόνες λειτουργίας και ελέγχου. Μια τέτοια όμως αναγκαία συμπληρωματική συνεργασία είναι δύσκολο να υλοποιηθεί όταν οι εμπνευστές του συγκεκριμένου νομοσχεδίου αδυνατούν να κατανοήσουν ότι ο δημόσιος χαρακτήρας ενός συστήματος Υγείας διασφαλίζεται από τη δημόσια χρηματοδότησή του και τον δημόσιο έλεγχο που ασκείται και όχι από την κρατική ιδιοκτησία των μονάδων που διαθέτει.

Υπάρχουν όμως και άλλες βασικές αδυναμίες, όπως η πρόβλεψη για άνιση μεταχείριση των ανασφάλιστων, για οικογενειακούς γιατρούς τριών διαφορετικών ταχυτήτων, για πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και πάγια αντιμισθία σε όσους απ’ αυτούς εντάσσονται στις ΤοΜΥ, για περιορισμένη ελευθερία επιλογών των πολιτών και άλλα,που συμβάλλουν στον αναχρονισμό του συγκεκριμένου νομοσχεδίου.

Ο Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής, ΕΚΠΑ, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας και του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ)