Με αληθινό χρυσάφι θα παρομοίαζε κανείς το λιλιπούτειο βιβλιαράκι του Ηλία Καφάογλου «Πεζός, ένας μικρός επαναστάτης» (ο υπότιτλος το χαρακτηρίζει ως «Μικρό δοκίμιο για το βάδισμα»), ακόμη κι αν απουσίαζαν οι ρήσεις του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Αρθούρου Ρεμπώ, του Φρεντερίκ Γκρο και πολλών άλλων ξένων και ελλήνων δημιουργών που εξαίρουν τη σημασία του βαδίσματος και το γιατί ένας πεζός μπορεί να λογαριαστεί ως ένα είδος επαναστάτη –μικρού βέβαια. Θα ήταν μια απουσία σχεδόν ανεπαίσθητη γιατί οι ίδιες οι παρατηρήσεις του Καφάογλου έχουν μια πληρότητα και μια αυτονομία που συχνά αντί να προεκτείνεται ο ορίζοντάς τους, με τα δάνεια των διαπρεπών δημιουργών, μοιάζει να στενεύει και να μην «ακούγεται» στον βαθμό που τους αξίζει το κείμενο του ίδιου του Καφάογλου. Ενδεικτικά: «Δημιουργεί ο οδοιπόρος τις δικές του ιστορίες και αφηγήσεις – βλέμματα, συναπαντήματα, νύξεις, υπαινιγμούς μέσα από σιωπές, ήχους, βόμβους, μυρωδιές, ομιλίες –που συνδέονται με τις ιστορίες των άλλων περιπατητών (όλοι μας μετέχουμε σε πολλές ταυτότητες)». Ή «Ο περίπατος διαπαιδαγωγεί την όραση, το μοναχικό, άσκοπο βάδισμα του περιπατητή οδηγεί στην επανάκτηση της όρασης, αφού όλα εν αφθονία προσφέρονται, λεπτομέρειες, χρώματα, σχήματα. Ο περιπατητής βαδίζοντας κάνει ενδιαφέρον ό,τι τον ενδιαφέρει».

Οιονεί βαδιζομανής

Με τη διαφορά ή την ένσταση πως όσοι συμβαίνει να κυκλοφορούν ως πεζοί δεν μεταβάλλονται αυτομάτως σε τόσο οξυδερκείς παρατηρητές του περιβάλλοντος, διαφορετικά οι πόλεις θα κατοικούνταν από ένα εν δυνάμει σύνολο επαναστατών –έστω και μικρών. Θα αρκούσε επομένως για ένα δοκίμιο γραμμένο όπως το «Πεζός, ένας μικρός επαναστάτης», με μια αισθηματική, προσωπικής κοπής, ελευθερία, ο λόγος του πεζογράφου Σωτήρη Δημητρίου «Είμαι οιονεί βαδιζομανής» που προτάσσεται ως μότο, με την υπόλοιπη βιβλιογραφική τεκμηρίωση μάλλον να αφαιρεί παρά να προσθέτει. Αξίζει όμως τον κόπο όσο θα επέμενε κανείς στο περιεχόμενο του βιβλίου, να επιμείνει στον τίτλο του –ίσως από τους ωραιότερους και τους πιο εμπνευσμένους τίτλους που θα μπορούσε να διαβάσει κανείς τα τελευταία χρόνια –καθώς ένα «θέμα» όπως το βάδισμα μέσα στις πόλεις και η πεζοπορία γενικότερα, που υφίστανται από παλαιοτάτων χρόνων, ξαναφρεσκάρεται και επιπλέον υπογραμμίζεται ως προϋπόθεση για μια επανάσταση που γίνεται σχεδόν από μόνη της, ανεπιδίωκτα.

Σε μια μακρά σε διάρκεια χρονική περίοδο –ας υπολογίσουμε μια τεσσαρακονταετία –όπου φαίνεται να έχουν ανασταλεί (ας ελπίσουμε μόνον αυτό) οι ιδεολογικά τεκμηριωμένες κοινωνικές επαναστάσεις, μια επανάσταση που την είχε οραματιστεί από τη δεκαετία του ’70 –πριν ακόμη υπάρξει το Ιντερνετ –ο Αγγελος Τερζάκης, όταν έγραφε πως δεν είναι μακριά η μέρα που οι νέοι θα ξεσηκωθούν και θα καταστρέψουν με τα ίδια τους τα χέρια τα πολύπλοκα σιδερικά ενός ψευδώνυμου τεχνολογικού πολιτισμού, φαίνεται να συναρτάται ευθέως με τον χαρακτηρισμό ως επαναστάτη ενός ανθρώπου που ασκεί τη φυσική κίνηση του βαδίσματος. Αφού λοιπόν πεζός σημαίνει επαναστάτης, εποχούμενος δεν μπορεί παρά να είναι ο συμβιβασμένος, ο άνθρωπος που δεν θα ήθελε τίποτα να αλλάξει στον κόσμο. Εστω κι αν θα χαρακτήριζε κανείς την επανάσταση του βαδίσματος ως μια μίνι επανάσταση, θα ήταν μια πρώτη αρχή καθώς μ’ έναν τόσο γοητευτικό τρόπο, προσφερόμενο μάλιστα ανέξοδα, θα μπορούσε να εξοικειωθείς με την προοπτική μιας απαιτητικότερης επανάστασης. Αν συμβαίνει να θυμόμαστε τον Γιάννη Τσαρούχη που είχε γράψει ότι δυο άνθρωποι που συζητούν έξω από ένα πανεπιστήμιο μπορεί ν’ αλλάξουν τον κόσμο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι όλοι οι καθηγητές που είναι μέσα στο πανεπιστήμιο, δεν είναι μόνο για μια μορφή επανάστασης που προοιωνίζεται η κουβέντα του αυτή. Είναι κυρίως γιατί το βιβλίο «Πεζός, ένας μικρός επαναστάτης» υποβάλλει ευθέως ότι για να κατορθωθεί μια επανάσταση που θέλει να αλλάξει τον κόσμο, χρειάζεται πρώτα να έχουν αλλάξει οι ίδιοι οι άνθρωποι μέσα τους ως μονάδες ή ως μικρά σύνολα.

Απαρομοίαστη τρυφερότητα

Αν κάτι παραμένει άκρως συγκινητικό στο βιβλίο του Καφάογλου, είναι ότι παρά τον λόγιο χαρακτήρα του διατηρεί μια απαρομοίαστη τρυφερότητα. Ετσι ώστε μια έξοχη παρατήρησή του –ανάμεσα σε πολλές αντίστοιχες -, που θα δικαιολογούνταν περισσότερο ως στίχος ποιήματος, να προσφέρεται ως πρόκληση για έναν στέρεο στοχασμό όπως μόνο το δοκίμιο μπορεί να προκαλέσει και να νομιμοποιήσει. Εννοούμε κυρίως μια απόφανση, όπως θα προέκυπτε σε περίπτωση που συνέρραπτε κανείς αγωνιώδεις αισθηματικές και πνευματικές περιπλανήσεις για να του επιτρέπεται να ομολογήσει, δίκην ιδεολογικού αποστάγματος, κάτι σαν «ένας άνθρωπος που περπατάει γράφει Ιστορία». Δεν μπορεί να ξέρει κανείς σε ποιο βαθμό είχε υπόψη του –συνειδητά ή ασύνειδα –ο Καφάογλου, γράφοντας το δοκίμιό του, τους ποιητές Μιχάλη Κατσαρό, Νίκο Καρούζο, Θωμά Γκόρπα και Γιάννη Κοντό, αλλά και αρκετούς άλλους, για τους οποίους θα συμπέραινες με ασφάλεια ότι αν υπήρξαν επαναστάτες με τα ποιήματά τους, είναι γιατί παράλληλα ασκούνταν η επαναστατική τους διάθεση χάρη στην ακάματη πεζοπορία τους μέσα στην πόλη. Και μάλιστα στο κέντρο της Αθήνας καθώς θα τους συναντούσες στη Βασιλίσσης Σοφίας, στην Ακαδημίας, στην Πανεπιστημίου, στο Μοναστηράκι, στο Θησείο, στην Ομόνοια, στην Πλάκα, ακόμη και τις πιο προχωρημένες ώρες της νύχτας. Κυριολεκτικά «βαδιζομανείς» αλλά και πλάνητες ταυτόχρονα, με την ακριβέστερη έννοια του όρου «πλάνης», όπως τον δίνει ο Καφάογλου: «Ο πλάνητας είναι φορέας ανατροπής, ανατρέπει την έννοια της μοναξιάς, της κερδοσκοπίας, της κατανάλωσης, της ταχύτητας».

Σαν απλή μετακίνηση

Κι αν επιφυλασσόταν κανείς σε όσα η ποίηση μπορεί να προσκομίσει αναφορικά με τη σημασία του βαδίσματος και για όσους επιμένουν να κυκλοφορούν πεζοί, θα ήταν αδύνατον να αμφισβητήσει την ίδια τη ζωή. Καθώς όλοι μας έχουμε ακούσει εξαιρετικά πρακτικούς και προσγειωμένους ανθρώπους πως αν έχουν μια ευχή να κάνουν για τον εαυτό τους, είναι «να τους βρει ο θάνατος ενώ θα περπατάνε στον δρόμο». Πράγμα που σημαίνει ότι αν πεθάνει κανείς στον δρόμο, δηλαδή με ακμαίες τις δυνάμεις του, ο θάνατος ενδεχομένως να μοιάζει με μια απλή μετακίνηση, αφού η απόσταση ανάμεσα στο επέκεινα και το εντεύθεν φαίνεται να εξαφανίζεται. Δεν είναι λίγο να έχουμε την ευχέρεια μιας επιλογής, όπως είναι αυτή του πεζού, που μας διατηρεί ανοιχτούς στις ιδέες και στους άλλους, κι εμείς να την απεμπολούμε «λες και κάποιος έχει τρελαθεί και πρέπει να αυξήσει την ταχύτητά του για να μη βυθιστεί σε ελεεινή απελπισία», όπως έλεγε ο Ρόμπερτ Βάλζερ.

Ηλίας Καφάογλου

Πεζός

Ενας μικρός επαναστάτης

Εκδ. Υψιλον, 2016,

sελ. 44

Τιμή: 7 ευρώ