Η προϊστορία των πανεπιστημίων βρίσκεται στις αρχαίες φιλοσοφικές σχολές, με πρώτη την Πλατωνική Ακαδημία, που δημιουργήθηκαν για να προστατέψουν τη «θεωρητική ζωή» από την ευμετάβλητη και καμιά φορά θανατηφόρα, όπως στη περίπτωση του Σωκράτη, κοινή γνώμη. Χώροι «νεοτενίας», προστασίας της έρευνας του νέου από τους «εξελικτικούς» νόμους της επικράτησης του ισχυροτέρου. Χώροι δηλαδή όπου δεν ισχύουν οι ίδιοι κανόνες με αυτούς της έξω κοινωνίας. Θυμηθείτε το «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω» στην είσοδο της Πλατωνικής Ακαδημίας ή το «Προσοχή, εισέρχεστε στην πραγματικότητα» στην έξοδο της Θεωρητικής Φυσικής στο ΜΙΤ. Αποτελούν ξέφωτα, χώρους προστασίας της έρευνας από το στείρο δούναι και λαβείν της οικονομικής ζούγκλας.

Μαζί με την έρευνα του νέου, έρχεται η διδασκαλία της αλήθειας: η εκπαίδευση μιας σειράς ανθρώπων ώστε να εκτιμούν και να υπηρετούν την επιστημονική αυθεντία. Και η αλήθεια σήμερα βρίσκεται σε κίνδυνο. Κοιτάξτε τις θεωρίες των «εναλλακτικών γεγονότων» ή της «μετα-αλήθειας», που είχαν βέβαια και θεωρητικούς προπομπούς στις υπερβολές των μεταμοντέρνων διανοουμένων. Οσον αφορά ιδιαίτερα την Ελλάδα, η χούντα στο πέρασμά της έκανε ένα μεγάλο κακό· εξίσωσε στο μυαλό των νέων την αυθεντία με τη γυμνή εξουσία και ισχύ, την autoritas με την εξίσου μεσαιωνική potestas. Δημιούργησε έτσι, π.χ., τις γνωστές ομάδες νεοαναρχικών που έχουν αναγάγει τον αναρχισμό σε λάιφσταϊλ και επιτίθενται σε κάθε προσπάθεια κοινής πνευματικής ζωής στο πανεπιστήμιο. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι ενώνονται σε αυτή τους την επίθεση με τα πιο ακραία νεοφιλελεύθερα δόγματα, που ζητούν ένα Πανεπιστήμιο προσηλωμένο στην απλή παραγωγή τεχνικών δεξιοτήτων. Είναι η άλλη όψη της επίθεσης στη διαφορετικότητα του πανεπιστημίου.

Η έρευνα για το νέο και η διδασκαλία της αλήθειας δεν πρέπει να είναι απομακρυσμένες από την προσπάθεια δημιουργίας νεωτερικότητας στις εφαρμογές. Οι στατιστικές δείχνουν ότι όλο και περισσότεροι νέοι πηγαίνουν σε ιδιωτικές επαγγελματικές σχολές με σκοπό την ανάπτυξη μιας δεξιότητας. Αυτή η στάση δεν πρέπει να θεωρείται με όρους «πτώσης» από τον υποτιθέμενο Παράδεισο της ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας, αλλά μια φυσική και εξίσου μοντέρνα στάση απέναντι στα πράγματα. Και έχει γίνει πια σχεδόν κοινοτοπία η πρόβλεψη της αυξανόμενης επιρροής της αριθμοποίησης και της ρομποτοποίησης στην οικονομική ζωή, η μείωση της συμμετοχής της μυϊκής εργασίας στη δημιουργία της αξίας και η αύξηση της ανάγκης για νέες δεξιότητες σε σχέση με τη διαχείριση δεδομένων. Επιπλέον, αυτού του είδους η εκπαίδευση έχει χάσει την περιορισμένη διάρκειά της και τείνει να επεκταθεί σε αυτό που λέγεται διά βίου μόρφωση. Στη νέα κοινωνία που προβάλλει, η προσοχή στη νεωτερικότητα όσον αφορά τις εφαρμογές αλλά και η νεωτερικότητα στις μεθόδους διδασκαλίας, π.χ. αντικατάσταση της καθέδρας διδασκαλίας από ένα μείγμα ηλεκτρονικών μέσων και διαπροσωπικής συζήτησης, έχουν γίνει το νέο περιβάλλον όπου τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν μιαν άνευ προηγουμένου ευκαιρία για ανάπτυξη.

Πιστεύω επομένως ότι η έρευνα, η διδασκαλία και η προσοχή στις εφαρμογές αποτελούν τον ενιαίο χώρο όπου θα πρέπει να αναπτυχθεί το ελληνικό πανεπιστήμιο. Εχει υπάρξει έως τώρα μια τάση διαχωρισμού των λειτουργιών, σε AEI με κύρια ασχολία τη διδασκαλία, Eρευνητικά Kέντρα (EK) με αποκλειστικό ρόλο την έρευνα και ΤΕΙ προσηλωμένα στις εφαρμογές. Η κρίση μείωσε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό το προσωπικό και των τριών ειδών ιδρυμάτων, που το άνοιγμα του καθενός από τα τρία είδη στις «παραδοσιακές» δραστηριότητες των άλλων είναι σχεδόν αδύνατη. Νομίζω επίσης ότι θα έπρεπε να γίνει μια εκ βαθέων συζήτηση για τους τρόπους με τους οποίους θα αυξηθεί η οριζόντια κινητικότητα του προσωπικού ανάμεσα στα είδη ιδρυμάτων, χωρίς να αλλοιωθεί η αξιοκρατία, να αναπτυχθούν διπλές και τριπλές ιδιότητες, η χρηματοδότηση της ανάπτυξης προγραμμάτων συνεργασίας κ.λπ.

Φυσικά δεν νοείται κοινός ενιαίος χώρος χωρίς τη δημιουργία αντίστοιχων ακαδημαϊκών κοινοτήτων, οργανωμένων με τις μεθόδους που επιβάλλουν τα αντίστοιχα γνωστικά αντικείμενα. Και μια από τις κακοδαιμονίες των ελληνικών πανεπιστήμιων είναι η αδυναμία συγκρότησης αυτών των επιμέρους κοινοτήτων ως κοινοτήτων με συνεργασίες σε εθνικό επίπεδο αλλά και κοινώς αποδεκτούς τόπους αριστείας. Το προπολεμικό μοντέλο οργάνωσης γύρω από την καθηγητική έδρα άλλαξε με τον νόμο του 1981, αλλά οι μεταβατικές διατάξεις του ήταν τέτοιες που δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη σύγχρονης ακαδημαϊκής κοινότητας. Είδαμε να αναδύεται το χαρακτηριστικό πρότυπο μικρών κλειστών κοινωνιών, ο πόλεμος δηλαδή πάντων εναντίον πάντων, σε μικρές ομάδες με συχνά αποκλειστική αναφορά την εξωτερική χρηματοδότηση, π.χ. τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Και εδώ η συγκρότηση ενός σωστού μείγματος τοπικών πόλων αριστείας σε περιφέρειες γύρω από τα ερευνητικά κέντρα, τα τεχνολογικά και επιστημονικά πάρκα και εικονικά ινστιτούτα που περιλαμβάνουν θεματικά συγγενείς ομάδες σε ΑΕΙ/ΕΚ/TEI, ανεξάρτητα από γεωγραφική περιοχή, μέσω μιας πολιτικής επιλεκτικής χρηματοδότησης και προώθησης της επιρροής τους σε εθνικό επίπεδο ίσως θα ήταν μια σημαντική πρόοδος.

Τέλος, η οργάνωση των AEI/EK/TEI αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο το κράτος αντιμετώπισε έως τώρα το δυσεπίλυτο βέβαια πρόβλημα της πανεπιστημιακής αυτονομίας. Ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην πέραν του δέοντος ανάμειξη και στην πλήρη εγκατάλειψη της κοινότητας στις αδράνειές της. Ποτέ π.χ. δεν έγινε μια πραγματική συζήτηση που να καταλήξει σε επιβολή νόμου, για το αν τα ελληνικά πανεπιστήμια ακολουθούν ή όχι τη διαδικασία της Μπολώνιας και ποιες επιπτώσεις έχει αυτό στην ένταξή τους στο πανεπιστημιακό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Οσον αφορά την έρευνα και τη διδασκαλία πάλι υπήρξε η ίδια ταλάντωση ανάμεσα στην πλήρη και τυφλή εμπιστοσύνη σε ομάδες καθηγητών που εργάζονται σε ξένα πανεπιστήμια, για τη διαχείριση των πανεπιστημιακών και ερευνητικών πραγμάτων και στην εξίσου τυφλή εμπιστοσύνη στους ντόπιους καθηγητές και ερευνητές για το ίδιο πράγμα. Οπως μου είπε χαριτολογώντας ένας καθηγητής ξένου πανεπιστημίου που συμμετείχε σε δύο διαδοχικά Εθνικά Συμβούλια Ερευνας και Τεχνολογίας, «στο πρώτο ήμαστε όλοι ξένοι και υποφέραμε λόγω έλλειψης άμεσης σχέσης με το ελληνικό περιβάλλον και στο δεύτερο η πλειονότητα ήταν εγχώρια οπότε υπέφερε από το ελάττωμα της μικρής απόστασης από τα κατά τόπους συμφέροντα». Ετσι οι λύσεις που προτάθηκαν κατά καιρούς ήταν είτε πολύ μακριά («να το κάνουμε Harvard») είτε πολύ κοντά («ας συνεχίσουμε όπως είμαστε»), δεν είχαν δηλαδή τη «σωστή απόσταση» από τα πράγματα. Ετσι, π.χ., είναι υπόθεση απλών μαθηματικών να δείξεις ότι η προσπάθεια μείωσης του τεχνικού/διοικητικού προσωπικού που έγινε πριν από δύο χρόνια είχε αντίθετο αποτέλεσμα από τις αλλαγές που επαγγελλόταν το Σχέδιο Αθηνά, που επιθυμούσε να μειώσει τα περιττά τμήματα με λίγα μέλη ΔΕΠ. Πρόσφατα και όσον αφορά την έρευνα, η ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ, δεδομένου ότι απογαλακτίζει την έρευνα από τον συχνά αποπνικτικό κλειστό εναγκαλισμό του υπουργείου, είναι σίγουρα ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αρκεί να τηρηθεί ο νόμος της «σωστής απόστασης».

Εν κατακλείδι, πολλές από τις κακοδαιμονίες του πανεπιστημίου έχουν παλιές ρίζες και έτσι συχνά οι αντιθέσεις που αναπτύσσονται σε αυτό μοιράζονται την ίδια απομάκρυνση από το πραγματικό πρόβλημα. Μου θυμίζουν τη ρήση του Μπαλζάκ: «Η αγάπη δεν είναι το αντίθετο του μίσους αλλά η άλλη όψη του». Παρ’ όλα αυτά, δεν θα έπρεπε να βυθιστούμε στη μεμψιμοιρία, οι φοιτητές μας βγαίνουν, δυστυχώς όλο και περισσότερο, στο εξωτερικό και σχετικά εύκολα διαπρέπουν. Αρα, δεν είναι και τόσο άσχημη η παιδεία μετ’ εμποδίων που έχουν πάρει. Επίσης πολλοί από τους ερευνητές μας κατορθώνουν να είναι παρόντες στα ευρωπαϊκά και διεθνή ερευνητικά προγράμματα, παρά τη μηδαμινή κρατική χρηματοδότηση. Ισως λοιπόν η αναγέννηση των ΑΕΙ, ΕΚ και ΤΕΙ δεν είναι και τόσο δύσκολη όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται, αλλά ίσως χρειάζεται περισσότερη συνεργασία.

Ο Σταύρος Κατσανέβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris-Denis-Diderot, διευθυντής του εργαστηρίου Αστροσωματιδιακής Φυσικής. Διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος του Πανεπιστημίου Αθηνών