«Τα τελευταία στοιχεία σχετικής έρευνας δείχνουν ότι η ιδιωτική δαπάνη για τη μόρφωση των παιδιών μας ανέρχεται σε 3,9 δισ. ευρώ τον χρόνο. Λεφτά που βγαίνουν άμεσα από την τσέπη των γονιών της κρίσης, που βιώνουν την ανεργία, τις περικοπές μισθών, την υπερφορολόγηση και μια γενικευμένη ανασφάλεια. Λεφτά για φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, πληροφορική, ιδιαίτερα μαθήματα, βιβλία, συγγράμματα και λιγότερα από τα μισά πηγαίνουν στα ιδιωτικά σχολεία. Την ίδια ώρα η δημόσια δαπάνη είναι γύρω στα 6 δισ. ευρώ τον χρόνο, συνεχώς μειούμενη».

Αυτά γραφεί η Αννα Διαμαντοπούλου και αμέσως έρχεται το ερώτημα: Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για αυτό; Απλό το ερώτημα, εξίσου απλή και η απάντηση: Ας εφαρμόζαμε τον νόμο.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το κόστος που φορτώνονται οι πολίτες οφείλεται αποκλειστικά στις πολιτικές δυνάμεις που δεν σέβονται τους νόμους του κράτους, ακόμη και αν αυτοί έχουν ψηφιστεί με μεγάλη πλειοψηφία. Ας μην ξεχνάμε τον πρώην πρύτανη Θεοδόση Πελεγρίνη που με στεντόρεια φωνή δήλωνε ότι δεν θα εφαρμόσει τον νόμο για τα πανεπιστήμια. Τον άνθρωπο που, αντί να καταδικάσει, αντάμειψε ο Αλέξης Τσίπρας αναδεικνύοντάς τον σε υφυπουργό Παιδείας. Τώρα βέβαια ο Κώστας Γαβρόγλου, καθηγητής ΑΕΙ στο επάγγελμα, διαπιστώνει ότι «ένα νέο νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια είναι περίπλοκο και απαιτητικό».

Ας δούμε τα πραγματικά δεδομένα:

1. Αν δεν ανακοπτόταν το νομοθετικό έργο, ψηφιζόταν το 2012 και το νομοσχέδιο για το νέο Λύκειο, ήδη από τότε, και με βάση τα νέα προγράμματα σπουδών σε όλες τις βαθμίδες (που από το 2011 μένουν στα συρτάρια), θα είχε μειωθεί ο αριθμός των μαθημάτων στη Γ’ Λυκείου στα απολύτως βασικά και θα υπήρχε δωρεάν πρόσθετη διδασκαλία 6-8 ωρών την εβδομάδα σε αυτά εντός του σχολείου. Δηλαδή τα παιδιά που έδιναν εισαγωγικές από το 2014 και μετά δεν θα είχαν ανάγκη φροντιστηρίου, εκτός και αν κάποιοι γονείς επέμεναν σε αυτό. Δικαίωμά τους.

2. Αν ο Νίκος Φίλης δεν περιόριζε τις ώρες διδασκαλίας αγγλικών με το αιτιολογικό ότι κουράζονται τα παιδιά, θα μπορούσε να συνεχίσει η πιστοποίηση γνώσης της αγγλικής δωρεάν από το δημόσιο σύστημα, αντί να καταφεύγουν στα διάφορα φροντιστήρια για εξετάσεις Lower κ.λπ.

3. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και με τη διδασκαλία της πληροφορικής και τις εξετάσεις πιστοποίησης της χρήσης πληροφορικής (Word, Excel κ.λπ.) που σήμερα πληρώνουν σε ιδιωτικά κέντρα.

4. Αν ενίσχυε, αντί να καταργήσει, το ψηφιακό σχολείο ο Αριστείδης Μπαλτάς, εκτρέποντας τα προβλεπόμενα 250 εκατ. ευρώ σε πληρωμές μισθών που τελικά χάθηκαν, και αν προχωρούσε η ψηφιοποίηση δεύτερων και τρίτων σχολικών βοηθημάτων από τον Διόφαντο, όλοι οι μαθητές θα είχαν μια ολόκληρη βιβλιοθήκη στον υπολογιστή τους και μια άμεση διαδραστική επικοινωνία με τους δασκάλους και τους φίλους τους.

5. Αν συνέχιζαν τα πρότυπα – πειραματικά ως είχαν και από τα αρχικά 60 γίνονταν και άλλα, ένας σημαντικός αριθμός παιδιών που ξεχωρίζουν –σε μεγάλο ποσοστό παιδιά χαμηλού οικογενειακού εισοδήματος –θα διευκολύνονταν και με σημαντικά χαμηλότερο οικονομικό κόστος θα προχωρούσαν στις ανώτερες σπουδές τους.

6. Αν τα ολοήμερα (που αφορούσαν το 30% των σχολείων αλλά το 70% των μαθητών) συνέχιζαν να προσφέρουν τα μαθήματα όπως φιλαναγνωσία, θεατρολογία, τέχνες κ.λπ., αντί να μετατραπούν σε μεσημεριανό πάρκινγκ παιδιών, κάποια από τα παιδιά αυτά δεν θα αναζητούσαν αντίστοιχα ιδιωτικά κέντρα.

Και αν μεταφερθούμε στον χώρο της ανώτατης παιδείας, εκεί η εικόνα θα ήταν ήδη πολύ διαφορετική, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που παρείχε ο Ν. 4009/2011, γνωστός ως νόμος Διαμαντοπούλου.

Απλό παράδειγμα που βιώνει πλέον ο κάθε φοιτητής, το πρόγραμμα Εύδοξος. Με εμπνευστή τον αείμνηστο καθηγητή Βασίλη Παπάζογλου, ήταν μια καινοτομία που καθιέρωσε ο Ν. 4009 και η οποία εξασφάλισε την έγκαιρη παράδοση των συγγραμμάτων στους φοιτητές και ένα καίριο χτύπημα στην κατασπατάληση πόρων των ΑΕΙ.

Δεκάδες ανάλογες δράσεις προβλέπει ο νόμος, υπό τις βασικές προϋποθέσεις (1) να εγκριθούν οι οργανισμοί και οι κανονισμοί λειτουργίας όλων των ΑΕΙ και να αφεθούν να λειτουργήσουν ως αυτοδιοίκητοι οργανισμοί, (2) να ανακτηθούν από τα ΑΕΙ αρμοδιότητες που η σημερινή κυβέρνηση πήρε πίσω, επαναφέροντας τον παρεμβατικό ρόλο του υπουργού Παιδείας.

Ενδεικτικά αναφέρω θέματα άμεσου οικονομικού ενδιαφέροντος των φοιτητών, για τα οποία κάθε ΑΕΙ μπορεί να δώσει τις δικές του λύσεις.

– Μείωση δαπανών προετοιμασίας για εισαγωγή στα ΑΕΙ

– Κριτήρια για μετεγγραφές ή και αλλαγή κατεύθυνσης

– Μερική απασχόληση μέσα στο ΑΕΙ

– Φοιτητικά δάνεια

– Μέτρα για τη διαμονή και διατροφή των φοιτητών

– Συνήγορος του Φοιτητή

– Συνεργασίες και ανταλλαγές με άλλα πανεπιστήμια

– Κ.λπ.

Ενα πράγμα χρειάζεται: αντί ο κάθε υπουργός να ανακαλύπτει τον τροχό και να διαπιστώνει εκ των υστέρων πόσο δύσκολη είναι μια ολοκληρωμένη και νομικά ισχυρή μεταρρύθμιση, να επιμένει στην εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας –χωρίς τροπολογίες –και να ορίζει έναν σοβαρό μηχανισμό παρακολούθησης της πορείας και καταγραφής τυχόν προβλημάτων που ανακύπτουν. Και εν πάση περιπτώσει να δοθεί ένα οριστικό τέλος σε ρυθμίσεις του ποδαριού και άμεσης εφαρμογής, που επιβαρύνουν τα παιδιά με σύγχυση, αβεβαιότητα και τη διαπίστωση ότι σε αυτό το κράτος δεν υπάρχουν σταθερές, ούτε καν οι νόμοι.