Το σινεμά βρίσκεται διεθνώς σε κάμψη. Εκατοντάδες εκατομμύρια το ‘χουν κάνει συνήθεια να κατεβάζουν από το Διαδίκτυο όποια ταινία τούς ενδιαφέρει και να τη βλέπουν δωρεάν στα σπίτια τους. Τα σίριαλ εξάλλου της νέας εποχής –μεγαλόπνευστες υπερπαραγωγές με εξαιρετικές ερμηνείες και με ευφυέστατα σενάρια –κερδίζουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας. Ετσι, οι κινηματογράφοι που άλλοτε μυρμήγκιαζαν από θεατές, συχνά πλέον βαράνε μύγες, κινδυνεύουν να κλείσουν και να μετατραπούν σε σουπερμάρκετ. Πόσο στενάχωρο, εκεί όπου οι άνθρωποι δονούνταν από συγκίνηση ή τραντάζονταν από τα γέλια, να αναζητούν σήμερα τις δελεαστικότερες προσφορές σε φρουτόκρεμες και σε απορρυπαντικά. Τι μελαγχολικό, να παρακολουθείς σε μια σχεδόν άδεια αίθουσα στην Αθήνα τις λαοθάλασσες που αποθέωναν την Νταλιντά στο Παρίσι…

Η δραματοποίηση της ζωής της Νταλιντά μπορεί να μην είναι αριστούργημα –οι κριτικοί, σηκώνοντας το φρύδι, τη χαρακτήρισαν μονόχορδη, επιφανειακή, έως και βαρετή. Καταφέρνει εντούτοις να αναπλάσει –και όχι μονάχα με τα ντυσίματα, τα ογκώδη αυτοκίνητα με τις γυναικείες καμπύλες, τις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και το πανταχού παρόν τσιγάρο –μια ολόκληρη εποχή, μισό και πλέον αιώνα πριν. Πετυχαίνει, το κυριότερο, να αναστήσει στη μνήμη και μπροστά στα μάτια μας το πιο εκθαμβωτικό αστέρι του ευρωπαϊκού τραγουδιού μεταπολεμικά. Κι ετούτο δεν οφείλεται μόνο στη φυσιογνωμική ομοιότητα της πρωταγωνίστριας Σβέβα Αλβίτι με τη Γιολάντα Τζιλιότι, που πέρασε στην Ιστορία ως Νταλιντά.

Ο μύθος είναι αρχετυπικός. Ενα κορίτσι –άλλοτε ένα αγόρι –γεννημένο στα σπλάγχνα της φτωχολογιάς, με φρικτή παιδική ηλικία, περνάει από σαράντα κύματα ακολουθώντας σαν πυξίδα το ταλέντο του. Τα διαμάντια λάμπουν και μέσα στα βρωμόνερα και έτσι το κορίτσι –ως παραλλαγή της Σταχτοπούτας –αναγνωρίζεται, αποθεώνεται, κερδίζει ανυπολόγιστη δόξα και πλούτη. Πλην, όσο θριαμβεύει καλλιτεχνικά τόσο βουλιάζει στην προσωπική δυστυχία. Σαν να την κατατρώει ένας κρυφός, ανεπούλωτος καημός. Ή να πληρώνει με το αίμα τής καρδιάς της το τίμημα του θριάμβου.

Το ενδιαφέρον είναι πως ο παραπάνω μύθος στην περίπτωση της Νταλιντά υπηρετήθηκε πιστά, στυγνά, από τα γεγονότα.

Ο θάνατος στάθηκε επί χρόνια και χρόνια ο πιο τακτικός της επισκέπτης. Οι έρωτές της πήγανε κακήν κακώς. Οι άνδρες που αγάπησε στην πλειονότητά τους αυτοκτόνησαν. Η βαθιά της επιθυμία να διαγάγει μια «κανονική» ζωή, ως σύζυγος και μητέρα (τη ζωή ακριβώς που απεχθάνονταν οι αναρίθμητες νοικοκυρές οι οποίες τη θαύμαζαν, αγόραζαν τους δίσκους της, ψαλίδιζαν τις φωτογραφίες της από τα λαϊκά περιοδικά και τις κρέμαγαν στις κουζίνες, πάνω από τις κατσαρόλες με τα κουνουπίδια), η λαχτάρα της Νταλιντά να ευτυχήσει με συμβατικούς όρους ουδέποτε εκπληρώθηκε.

Στα σαράντα της, είχε χάσει τη δυνατότητα να τεκνοποιήσει εξαιτίας μιας έκτρωσης. Στα σαράντα πέντε της, φλέρταρε έντονα με τη νευρική ανορεξία. Στα πενήντα της, είχε καβαλήσει το τσουνάμι της ντίσκο και είχε εκπορθήσει την Αμερική, ήταν διεθνώς πιο διάσημη παρά ποτέ. Η μοναξιά και η μελαγχολία της γίνονταν καθημερινά περισσότερο αβάσταχτες –μια γυναίκα να φυτοζωεί σε ένα κρεβάτι, πίσω από βαριές κουρτίνες, και να μη σκάει το χείλι της παρά κοιτάζοντας στην τηλεόραση τα σκετς του ιδιοφυούς Λουί ντε Φινές. Το θρυλούμενο φλερτ της με τον Φρανσουά Μιτεράν μάλλον την καταρράκωσε περαιτέρω. Στα πενήντα τέσσερα, η Νταλιντά αυτοκτόνησε. «Συγχωρήστε με, μα δεν αντέχω πλέον να ζω» έγραψε στο στερνό της σημείωμα.

Οι ηθικοπλάστες και οι ανέραστοι θα βγάλουν από την ιστορία της Νταλιντά το δίδαγμα πως όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα, ότι «μέτρον άριστον», «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» και τα τοιαύτα. Οι ροκάδες του καναπέ θα μας φλομώσουν με κοινοτοπίες για «καταραμένους καλλιτέχνες», «άνθη του κακού», διάττοντες εκτυφλωτικούς αστέρες –λες και αυτοβούλως η Νταλιντά αντάλλαξε την ευτυχία με τη λάμψη.

Η αλήθεια βρίσκεται αλλού. Από τη φύση κι από τη συγκρότηση κατά τα πρώτα χρόνια της, η Νταλιντά δεν θα μπορούσε να βαδίσει διαφορετικά. Ο,τι την έθελγε σε απεγνωσμένες σχέσεις, ό,τι την έσπρωχνε να σπάει διαρκώς τα μούτρα της πάνω στους τοίχους της πραγματικότητας, το ίδιο ακριβώς την έκανε να τραγουδάει τόσο αισθαντικά, να εκπέμπει επί σκηνής φως περισσότερο από χίλιους προβολείς. Η Νταλιντά-ήλιος και η Νταλιντά-μαύρη τρύπα ήταν το ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Δεν επρόκειτο δε για προσωπική επιλογή. Αλλά για πεπρωμένο.

«…Κι εγώ θαρρώ ότι η πλέον εκλεκτή είναι η ζωή εκείνη που δεν δύναται να ζήσει…» θα το διατύπωνε ο –όπως κι εκείνη –Αιγυπτιώτης Κωνσταντίνος Καβάφης.