Τη Μεγάλη Εβδομάδα η επικαιρότητα υποχωρεί μπροστά στην αγιοσύνη των ημερών. Πώς προετοιμάζονται οι Ελληνες για το Πάσχα;

Παλαιά ξημεροβραδιάζονταν στις εκκλησίες –ο γυναικωνίτης αποτελούσε το καφενείο των γυναικών και η περιφορά του Επιταφίου το ρομαντικότερο νυφοπάζαρο. Mέσα στις ευωδιές των νυχτολούλουδων, στα υποβλητικά τροπάρια –«ω γλυκύ μου έαρ…»- θαύμαζε ο νιος την κόρη, τη ζύγωνε, και με ένα κράμα θάρρους και ντροπής, τής άναβε το κερί.

Εδώ και δεκαετίες παρακολουθούν στην τηλεόραση τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ». Το υποτιθέμενο αριστούργημα του Τζεφιρέλι, παρά τη συμμετοχή ιερών τεράτων της υποκριτικής, θυμίζει λαϊκή εικονίτσα των Καθολικών. Ξανθοί οι καλοί της ιστορίας, μαυριδεροί οι κακοί, νατουραλιστική ανάπλαση εποχής εκτός απ’ τις σκηνές των θαυμάτων, όπου επιστρατεύονται όλα τα –πρωτόγονα για τον ψηφιακό κόσμο μας –κινηματογραφικά τρικ και υπογραμμίζονται με μια πομπώδη μουσική.

Ασύγκριτα πιο ενδιαφέρον είναι το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Παζολίνι. Γυρισμένο στην Κάτω Ιταλία, με νεορεαλιστική αισθητική, με έναν δεκαεννιάχρονο ισπανό φοιτητή να ενσαρκώνει τον Ιησού και να περιστοιχίζεται από τη μάνα του σκηνοθέτη στον ρόλο της Παναγίας κι από ποιητές και φιλοσόφους της ταραγμένης δεκαετίας του ’60 που υποδύονται τους Αποστόλους και τους Φαρισαίους. Ο Παζολίνι επιλέγει ως υπόκρουση τις πιο εμβληματικές μελωδίες, από Μπαχ μέχρι σπιρίτσουαλς, μέχρι το «Επέσατε θύματα», το ρέκβιεμ της επαναστατικής Αριστεράς που δίνει τόνο επαναστατικό στην «Επί του όρους ομιλία».

Επίσης δε το «Jesus Christ Superstar», η κορυφαία ροκ όπερα του Αντριου Λόιντ Γουέμπερ, με τη Μαγδαληνή αυτόχθονα –Ινδιάνα –της Αμερικής, με τους Ρωμαίους να φορούν τζιν και φανέλες και να κρατούν πολυβόλα και τον Ιούδα να είναι μαύρος και να καταδιώκεται από τανκς, τανκς σαν εκείνα που είχαν εισβάλει στην Πράγα το 1968 και που θα ανέτρεπαν στη Χιλή τον Αλιέντε…

Στην πρώτη προβολή του στην Ελλάδα το «Jesus Christ Superstar» κατέβηκε εσπευσμένα, η χούντα το απαγόρευσε ως βλάσφημο. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1988, ορδές φανατικών των παραχριστιανικών οργανώσεων εισέβαλαν στους κινηματογράφους όπου παιζόταν «Ο τελευταίος πειρασμός» και παραληρώντας εναντίον της ταινίας και του Νίκου Καζαντζάκη έσκισαν τις οθόνες.

Βλέπει, λοιπόν, ο Ελληνισμός για τεσσαρακοστή φορά τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» ενώ παράλληλα βάφει τη Μεγάλη Πέμπτη αβγά όταν δεν τα ψωνίζει από τα ζαχαροπλαστεία και παραγγέλνει στον χασάπη του χωριού ένα αρνάκι όταν δεν διαθέτει –ένεκα τα Μνημόνια –το βαλάντιο για να αναστήσει σε κάποιο κοσμικό θέρετρο.

Στις ειδήσεις της Μεγάλης Εβδομάδας θα παίξει οπωσδήποτε ένα «αρχαιολογικό εύρημα» βιβλικού ενδιαφέροντος. Τέτοιες μονάχα ημέρες κάθε χρόνο, κάποιοι σκαπανείς ανακαλύπτουν δήθεν ένα απόκρυφο ευαγγέλιο ή το ημερολόγιο του Ισκαριώτη ή τον στηθόδεσμο της Μαγδαληνής. Τα κανάλια κάνουν ντόρο –το γεγονός βεβαίως ξεχνιέται λίγες ημέρες αργότερα, αφού ουδέποτε συνέβη.

Απ’ τη Μεγάλη Τετάρτη αρχίζουμε να τσακωνόμαστε για το Αγιο Φως που θα έρθει αεροπορικώς με τιμές αρχηγού κράτους. Τα ίδια και τα ίδια κοινότοπα επιχειρήματα ανταλλάσσονται εκατέρωθεν. Οι «φωτομάχοι» τείνουν να γίνουν γραφικότεροι κι από τους «φωτολάτρες» έτσι όπως προσβάλλονται προσωπικά κι αποκαλύπτουν –με ατράνταχτα επιχειρήματα –πως οι λαμπάδες του Πατριάρχη Ιεροσολύμων δεν ανάβουν από το Αγιο Πνεύμα, μα από τα σπίρτα που έχει κρύψει ένας εχέμυθος διάκος μες στην κρύπτη. Δεν αντιλαμβάνονται οι δόλιοι ότι το θαύμα δεν έγκειται στην αφή του φωτός αλλά στο γεγονός ότι γενεές γενεών, αναρίθμητοι άνθρωποι επί είκοσι τώρα αιώνες, πιστεύουν και συμμετέχουν. Πως η ουσία του χριστιανισμού δεν είναι το εκκλησιαστικό κατεστημένο

–ούτε καν τα λατρευτικά κείμενά του –μα η καταπληκτική του αντοχή στον χρόνο, τα αριστουργήματα –αιρετικά ή μη –που ενέπνευσε το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός παραμένει το καθοριστικότερο πρόσωπο στην Ιστορία.

«Δεν υπήρξε ο Ιησούς!» μάς πληροφορούν, καλώντας μας να φάμε μια μπριζόλα τη Μεγάλη Παρασκευή. «Ο Παύλος τον κατασκεύασε, κλέβοντας στοιχεία από παλαιότερες θρησκείες. Οι κατώτερες τάξεις του ρωμαϊκού κόσμου τον μυθοποίησαν και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος τον επέβαλε για λόγους καθαρά πολιτικούς. Η Παλαιστίνη άλλωστε εκείνον τον καιρό έβριθε από πλανόδιους ρήτορες και μάγους. Ενα κολάζ τέτοιων προσώπων ονομάστηκε Ναζωραίος κι αναστήθηκε ντεμέκ από τους νεκρούς».

Και έτσι ακόμα να είναι, και λοιπόν; Αφού το θαύμα δεν προηγείται, έπεται της πίστης. Οποιος δεν έχει πίστη, και να δει ακόμα το θαύμα –το θαύμα του έρωτα ή της γέννησης ή της θυσίας –να συμβαίνει εμπρός στα μάτια του, θα το αρνηθεί. Θα παραμείνει βολεμένος στη μοναξιά. Και στην απελπισία του.