Μέσα στην αναταραχή της αξιολόγησης, πέρασε μάλλον απαρατήρητη η κατάθεση της κυβερνητικής πρότασης για τη συνταγματική αναθεώρηση. Κακώς. Το περιεχόμενό της, έστω και αν δεν υλοποιηθεί ποτέ, λέει πολλά για το πώς βλέπει η κυβέρνηση τους θεσμούς και το κοινό μας μέλλον.

Τρία και αλληλοσυνδεόμενα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της πρότασης που πρόσφατα δημοσιοποίησε, και προτίθεται να θέσει σε «λαϊκή διαβούλευση», μια άτυπη Επιτροπή της κυβερνώσας παράταξης. Πρώτον, επελέγη μια αναθεώρηση-παλίμψηστο, με αλλαγές πολλών άρθρων και επί σειράς θεμάτων –ενώ ούτε η κατάσταση της χώρας ούτε οι ανάγκες των θεσμών δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Δεύτερον, ο σχετικός διάλογος τέθηκε, επίσημα και προγραμματικά, υπό τον αστερισμό της σύγκρουσης –ενώ η χώρα έχει ανάγκη κοινής προσπάθειας στη βάση στέρεων και αποδεκτών θεσμών, η ίδια δε η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης είναι, από τη φύση της και ιδίως στην ελληνική κατάστρωσή της, κατεξοχήν συναινετική. Τρίτον, σειρά προτάσεων έχει ως πολιτικό στόχο τη μετάβαση, υπό το ένδυμα της «λαϊκής συμμετοχής», σε ένα πολίτευμα που θα απομακρύνεται από τον κοινοβουλευτισμό και θα κλείνει το μάτι στη λαοκρατία –δηλαδή στη σύγχυση και την ακυβερνησία. Η κυβέρνηση φλερτάρει με ένα νέου τύπου Σύνταγμα που θα οδηγούσε σε μια μπολιβαριανού τύπου δημοκρατία.

Με προτάσεις όπως η συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής (ενώ παρόμοια προσπάθεια απέτυχε νομοθετικά και για λόγους αρχής το εκλογικό σύστημα δεν είναι σκόπιμο να καθιερώνεται συνταγματικά), η δυνατότητα κυβερνήσεων συνεργασίας που θα έχουν τη στήριξη μόνο 120 βουλευτών (καταργώντας ουσιαστικά την αρχή της δεδηλωμένης) και η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για την ανάκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας, την κύρωση διεθνών συνθηκών και την επικύρωση του περιεχομένου συνταγματικής αναθεώρησης (όλα ζητήματα για τα οποία είτε δεν δικαιολογείται είτε δεν αρμόζει να ανατίθενται στη λαϊκή βούληση), η κυβερνητική πρόταση δυναμιτίζει τα θεμέλια του κοινοβουλευτικού συστήματος και ανοίγει διάπλατα την πόρτα, μετά τον πολιτικό, και σε έναν συνταγματικό λαϊκισμό. Ο συνδυασμός απλής αναλογικής και κυβερνήσεων μειοψηφίας θα καθιστούσε την ακυβερνησία κανόνα. Με την καταφυγή στον «λαό» για ζητήματα τεχνικής φύσης και με συνέπειες που υπερβαίνουν κατά πολύ ένα συγκυριακό Ναι ή Οχι, η κυβέρνηση και η πολιτική τάξη γενικότερα θα ήταν σαν να απεκδύονται των ευθυνών και των υποχρεώσεών τους και να ρίχνουν λευκή πετσέτα. Τη στιγμή που περισσότερο χρειαζόμαστε αποφάσεις με στιβαρότητα.

Στη Λατινική Αμερική, υπό άλλες εντελώς συνθήκες, μια σειρά από «λαϊκούς ηγέτες», τους οποίους η κυβέρνησή μας ανοιχτά, όπως έχει κάθε δικαίωμα, θαυμάζει, προσάρμοσαν τις επαναστατικές ιδέες του Σιμόν Μπολίβαρ στο προσωπικό τους σχέδιο κατάκτησης της εξουσίας, με αποτέλεσμα να θυσιάσουν τη δημοκρατία στον βωμό μιας κάποιας καλυτέρευσης του βιοτικού επιπέδου των φτωχών. Προσωποποίησαν και έκαναν πιο αυταρχική την εξουσία, αγνόησαν ή χειραγώγησαν τη Δικαιοσύνη, ανέμειξαν τις εξουσίες (στη Βενεζουέλα πρόσφατα το Συνταγματικό Δικαστήριο αποπειράθηκε να υποκαταστήσει τη Βουλή), παραμέρισαν το διεθνές δίκαιο, ερμήνευσαν, στο «όνομα του λαού», τους θεσμούς και τα δικαιώματα. Η μίμηση ενός τέτοιου μοντέλου σε μια ευρωπαϊκή χώρα θα ήταν γελοία, αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνη. Αλλά όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς από την παρούσα κυβέρνηση. Ακόμα και τα πηγαινέλα στελεχών της στη Βενεζουέλα να ήταν σε αναζήτηση συνταγματικής τεχνογνωσίας.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος