Τα τελευταία 33 χρόνια δεν έχουν τραγουδήσει μαζί. Ο Μπομπ Ντίλαν όμως εξακολουθεί να εκδηλώνει θαυμασμό και σεβασμό για την Τζόαν Μπαέζ. «Η φωνή της μοιάζει με σειρήνα που ακούγεται μακρινή σε κάποιο ελληνικό νησί. Και μόνο ο ήχος της μπορεί να σε μαγέψει. Ηταν μάγισσα. Επρεπε να έχεις δεθεί με σχοινιά πάνω στο ιστίο όπως ο Οδυσσέας και να φράξεις τα αφτιά σου για να μην την ακούσεις. Θα σε έκανε να ξεχάσεις ποιος ήσουν».

Είναι δικά του λόγια από τη συνέντευξη στον μουσικό παραγωγό και κριτικό της ροκ μουσικής Μπιλ Φλάναγκαν, που δημοσιεύεται στην προσωπική ιστοσελίδα του Μεγάλου Μπομπ. Εχουν περάσει μάλιστα δύο χρόνια από την τελευταία συνέντευξή του. Και τώρα, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του τριπλού νέου του άλμπουμ «Triplicate» (πρώτη του δουλειά μετά τη βράβευσή του με Νομπέλ Λογοτεχνίας τον περασμένο Οκτώβριο) που βγαίνει στις 31 του μήνα, έδωσε εκτενή συνέντευξη στον Φλάναγκαν.

Καθώς ο Ντίλαν ανθολογεί κλασικές αμερικανικές επιτυχίες από το «I could have told you» που τραγουδούσε ο Φρανκ Σινάτρα ή το «Stormy Weather» της Μπίλι Χόλιντεϊ, κάνει τα δικά του μουσικά αγγίγματα και εξηγεί την ιδέα του πως «ήταν καλύτερα που κυκλοφόρησαν συγχρόνως επειδή θεματικά συνδέονται μεταξύ τους και το ένα άλμπουμ γίνεται η συνέχεια του άλλου. Πέρα από το ότι παραπέμπουν στην ηχογραφημένη τριλογία του Φρανκ Σινάτρα, σκεφτόμουν την αρχαιοελληνική δραματουργία. Συγκεκριμένα την τριλογία της «Ορέστειας» του Αισχύλου».

Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις έχουν τη δική τους σημασία.

Η ερμηνεία αυτών των τραγουδιών σάς έμαθε κάτι που δεν γνωρίζατε ήδη;

Είχα ήδη άποψη για το ποια ήταν η θέση τους στη μουσική, δεν είχα συνειδητοποιήσει όμως πόση ουσία ζωής βρίσκεται μέσα τους, την ανθρώπινη κατάσταση, πόσο δένουν οι μελωδίες και οι στίχοι τους, πόσο σχετίζονται με την καθημερινή ζωή και δεν έχουν υλιστικά στοιχεία.

Τα τραγούδια αυτά ακούγονταν παντού έως και τη δεκαετία του ’60. Τώρα που έχουν εκλείψει, το άκουσμά τους σημαίνει κάτι παραπάνω για εσάς;

Αυτά τα τραγούδια είναι τα πιο συγκινητικά που έχουν μπει σε δίσκο και ήθελα να τους το αναγνωρίσω. Τώρα που τα έζησα, τα καταλαβαίνω περισσότερο. Σε βγάζουν από το αλέτρι της ζωής, εκεί όπου είσαι παγιδευμένος ανάμεσα σε πράγματα που μοιάζουν διαφορετικά, ενώ ουσιαστικά είναι κοινοτοπίες. Η μοντέρνα μουσική και τα τραγούδια είναι τόσο καθιερωμένα που δεν το αντιλαμβάνεσαι. Αυτά όμως τα τραγούδια είναι ψυχρά και διαυγή έχοντας μέσα τους τον άμεσο ρεαλισμό, την πίστη στην καθημερινή ζωή που υπήρχε στην αρχή του ροκ εν ρολ.

Με ποιον τρόπο τα προσεγγίζετε φωνητικά; Μήπως όπως ο ηθοποιός επιλέγει να παίξει έναν ρόλο;

Είναι σαν κατάσταση ύπνωσης. Ενσταλάζεις κάτι στο μυαλό σου και το επαναλαμβάνεις μέχρις ότου βγάλεις νόημα. Η ανάμνηση των πραγμάτων που ανήκουν στο παρελθόν είναι αυτό που κάνω συνεχώς.

Τότε που ήσασταν παιδί το ροκ εν ρολ σάς φαινόταν ως κάτι νέο ή ήταν προέκταση εκείνου που ήδη συνέβαινε;

Το ροκ εν ρολ ήταν πράγματι η προέκταση εκείνου που υπήρχε. Δηλαδή οι μεγάλες ορχήστρες των Ρέι Νομπλ, Γουίλ Μπράντλεϊ, Γκλεν Μίλερ. Ακουγα τη μουσική τους πριν ακούσω τον Ελβις Πρίσλεϊ. Αλλά το ροκ εν ρολ ήταν υψηλή ενέργεια, εκρηκτική και απότομη. Ηταν η μουσική που σαν σκελετός έβγαινε από το σκοτάδι, ταίριαξε στην πυρηνική εποχή και οι καλλιτέχνες ήταν σαν τα αστέρια που έμοιαζαν με μυστηριώδεις θεούς. Το rythm and blues, η κάντρι και η γουέστερν, τα μπλούγκρας και τα γκόσπελς βρίσκονταν ήδη εκεί. Ηταν όμως περιθωριοποιημένα. Σπουδαία αλλά όχι επικίνδυνα. Το ροκ εν ρολ ήταν ένα επικίνδυνο όπλο, επιχρωμιωμένο και εκπυρσοκροτούσε όπως η ταχύτητα του φωτός αντανακλώντας την εποχή του, ιδιαίτερα την παρουσία της ατομικής βόμβας που πριν από λίγα χρόνια είχε συμβεί. Εκείνο τον καιρό ο κόσμος φοβόταν το τέλος του χρόνου. Η μεγάλη αναμέτρηση του καπιταλισμού και του κομμουνισμού φαινόταν στον ορίζοντα. Το ροκ εν ρολ σε έκανε να ξεχνάς τον φόβο ρίχνοντας κάτω τα εμπόδια που είχαν υψώσει η θρησκεία, η ιδεολογία και τα φυλετικά ζητήματα. Ζούσαμε κάτω από ένα νέφος θανάτου, ο αέρας ήταν ραδιενεργός. Δεν υπήρχε αύριο, οποιαδήποτε μέρα μπορεί να ήταν η τελευταία, η ζωή δεν άξιζε μία. Αυτή ήταν η αίσθηση της εποχής και δεν υπερβάλλω.