Ηταν μια προμελετημένη επίθεση ή η κατάληξη ενός μοιραίου αυτοσχεδιασμού; Ηταν ένας «μοναχικός λύκος» ο δράστης ή τελούσε υπό τις οδηγίες, ακόμη και υπό την επιρροή άλλων; Είχε σχέσεις με το τζιχαντιστικό κίνημα, όπως αφήνει να εννοηθεί η απειλή που εκτόξευσε εντός του νότιου τερματικού σταθμού του αεροδρομίου του Ορλί, την ώρα που κρατούσε όμηρο, σαν ανθρώπινη ασπίδα, μια στρατιωτίνα; –«Είμαι εδώ για να πεθάνω μέσω του Αλλάχ! Ούτως ή άλλως, θα υπάρξουν νεκροί!» –Ή ισχύει αυτό που υποστήριξε ο πατέρας του; –«Ο γιος μου δεν ήταν ποτέ τρομοκράτης. Ποτέ δεν προσευχόταν, έπινε αλκοόλ. Υπό την επήρεια του αλκοόλ και της κάνναβης, να πού φτάνεις» –Το βέβαιο είναι πως οι Γάλλοι θα προσέλθουν στις κάλπες σε 34 ημέρες από σήμερα με τη σκιά της τρομοκρατίας βαριά πάνω από τη χώρα. Και πως τόσο η Ακροδεξιά όσο και η Δεξιά (θα) κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να το εκμεταλλευτούν.

Η διαδρομή του Ζιγέν Μπεν Μπελγκασέμ, του 39χρονου Γάλλου τυνησιακής καταγωγής που έσπειρε τον τρόμο το Σάββατο στο αεροδρόμιο του Ορλί, θυμίζει σε αρκετά σημεία εκείνη άλλων δραστών πρόσφατων τρομοκρατικών επιθέσεων στη Γαλλία: ήταν γνωστός στην αστυνομία ως εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου. Συνολικά εννέα συλλήψεις είχε στο ποινικό του μητρώο. Το 2001 είχε καταδικαστεί σε πέντε χρόνια φυλάκιση για ένοπλη ληστεία. Το 2009 είχε καταδικαστεί διαδοχικά σε τρία και κατόπιν πέντε χρόνια φυλάκιση για εμπόριο ναρκωτικών. Είχε δώσει τότε, την περίοδο 2011-2012, «ενδείξεις ριζοσπαστικοποίησης» μέσα στη φυλακή. Για αυτό και η αστυνομία είχε κάνει έρευνα στο σπίτι του, το 2015, μετά την κήρυξη της Γαλλίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης –χωρίς αποτέλεσμα. Τον Μάρτιο του 2016 του είχαν απαγγελθεί κατηγορίες για διάρρηξη. Από όταν βγήκε τελευταία φορά από τη φυλακή, τον Σεπτέμβριο, τελούσε υπό δικαστική εποπτεία. Στις έρευνες που έγιναν το Σάββατο στο σπίτι του, αφού έπεσε νεκρός από τα πυρά γάλλων στρατιωτών, βρέθηκαν λίγα γραμμάρια κοκαΐνης, μια ματσέτα και χρήματα σε ξένα νομίσματα. Πάνω του, εκτός από το αεροβόλο που είχε χρησιμοποιήσει και 750 ευρώ σε μετρητά, βρέθηκε και ένα Κοράνι.

Ολα άρχισαν το Σάββατο από έναν συνηθισμένο αστυνομικό έλεγχο, λίγο πριν από τις 7 το πρωί σε έναν δρόμο του Γκαρζ-λε-Γκονές, στα βόρεια μπανλιέ του Παρισιού. Ο Μπελγκασέμ είχε αναπτύξει υπερβολική ταχύτητα, ενώ είχε σβηστά τα φώτα του αυτοκινήτου του. Αστυνομικοί τον σταμάτησαν, αρχικά εκείνος τους έδωσε κανονικά τα χαρτιά του, όσο να εξακριβώσουν τα στοιχεία του, όμως, τράβηξε όπλο και τραυμάτισε στο κεφάλι έναν αστυνομικό. Κατόπιν τράπηκε σε φυγή. Σταμάτησε σε ένα μπαρ του Βιτρί-σιρ-Σεν όπου σύχναζε –εκεί βρισκόταν λίγες ώρες νωρίτερα με έναν εξάδελφό του. Σήκωσε το όπλο του προς τους θαμώνες χωρίς να τραυματίσει κανέναν. Διήνυσε μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων με το αυτοκίνητό του, το εγκατέλειψε, άρπαξε με τη βία άλλο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το Ορλί. Εκεί, στον νότιο τερματικό σταθμό του αεροδρομίου, στις 8.22 π.μ. επιχείρησε να αρπάξει το αυτόματο τουφέκι μιας στρατιωτίνας, μέλους τριμελούς περιπόλου. Για λίγα λεπτά μάλιστα κατάφερε να την κρατήσει όμηρο, σαν ανθρώπινη ασπίδα, με το όπλο του στον κρόταφό της. Κατέληξε όμως νεκρός από τα πυρά των άλλων στρατιωτών –το αεροδρόμιο χρειάστηκε ώρες για να επαναλειτουργήσει.

Τα στοιχεία του παζλ που λείπουν θα τα συμπληρώσουν οι έρευνες των Αρχών. Στο μεταξύ, η Μαρίν Λεπέν έσπευσε να καταγγείλει την κυβέρνηση ότι συμπεριφέρεται σαν «λαγός τυφλωμένος από τα φώτα αυτοκινήτου». Και ο Φρανσουά Φιγιόν να επαναλάβει την άποψή του πως η Γαλλία βρίσκεται «σε κατάσταση σχεδόν εμφυλίου πολέμου». Νέα δημοσκόπηση εμφάνισε χθες τον Φιγιόν στο 17%, πολύ πίσω από τη Λεπέν και τον Εμανουέλ Μακρόν, που δίνουν σκληρή μάχη για την πρώτη θέση στον πρώτο προεδρικό γύρο ισοψηφώντας στην πρόθεση ψήφου με 26%.

«Εκανα μια βλακεία»

Λίγο μετά τις 7 το πρωί του Σαββάτου, αφού είχε τραυματίσει με όπλο έναν αστυνομικό, ο Ζιγιέν Μπεν Μπελγκασέμ φέρεται να τηλεφώνησε στον αδελφό και τον πατέρα του και να τους είπε: «Εκανα μια βλακεία»… Οι γαλλικές Αρχές θα παραμείνουν στο «ανώτατο επίπεδο επαγρύπνησης», διεμήνυσε ο Φρανσουά Ολάντ χαιρετίζοντας το «θάρρος» αστυνομικών και στρατιωτών απέναντι σε ένα «άτομο ιδιαίτερα επικίνδυνο».