Είναι γνωστό στην έρευνα και στις ιστορίες της λογοτεχνίας πως το μυθιστόρημα που γεννήθηκε πρώτα με ποιητική μορφή και αργότερα σε πεζό είναι γέννημα των νέων χρόνων και φυσικά προσπάθησε και πέτυχε να αντικαταστήσει τα αρχαία έπη, είδος αφηγηματικής ποιητικής λογοτεχνίας διαδεδομένο σε ολόκληρο τον ιστορικό χώρο από την Ινδία έως την Ισλανδία.

Στον ευρωπαϊκό μάλιστα Βορρά αυτό το είδος αφηγηματικού χρονικού ονομάζεται σάγκα. Στην αρχή ήταν πολύχρονες περιπέτειες με φόντο ιστορικά γεγονότα ή φανταστικά με ήρωες που ο χαρακτήρας τους συμπύκνωνε τις αρετές του λαού που τον γέννησε, από τον Διγενή Ακρίτα έως τον Ρολάνδο, τους ήρωες της Μαχαμπαράτα, τον Ραμσή τον Β’ και τον Ιβάν τον Τρομερό.

Με την είσοδο στην ιστορία της μεσαίας τάξης η αφηγηματική, επική θα έλεγα, λογοτεχνία ασχολήθηκε με γένη, οικογένειες και φυλετικές ομάδες, ηγεμονικούς οίκους και διαβόητους εχθρούς του νόμου, ληστές.

Το ευρωπαϊκό πεζό αφήγημα, το ρομάντζο, συχνά πήρε τη μορφή ποταμού και οι ήρωές του καθώς και οι απόγονοί τους διατρέχουν τους αιώνες και τα ιδεολογικά, ηθικά, πολιτικά και οικονομικά πεδία δράσης των λαών.

Η ακμή του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος που ξεκίνησε από τα χρόνια του Διαφωτισμού, ανδρώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, τον αγγλικό εμπειρισμό και τον γερμανικό ρομαντισμό. Τότε δημοσιεύονται (και συχνά σε επιφυλλίδες στον Τύπο) κυριολεκτικές αστικές σάγκες. Τα έργα του Μπαλζάκ, του Ντίκενς, του Τολστόι και νωρίτερα του Ραμπελέ και του Θερβάντες αποτέλεσαν πλούσια προίκα για την ανάλυση και την ενδοσκόπηση της ανθρώπινης πορείας και της μοίρας του ανθρώπου μέσα στα δύσβατα μονοπάτια της ιστορίας και τις ιδιοτροπίες της φύσης.

Στην Ελλάδα το έπος του Διγενή και τα ιπποτικά μυθιστορήματα αλλά και οι θυελλώδεις περιπέτειες των ερωτευμένων μέσα σε άγρια τοπία, ληστρικές περιοχές, ναυάγια, αιματηρές μάχες, δουλείες και εξωτικές εξορίες (μοτίβα που έρχονταν ήδη από την αλεξανδρινή εποχή), ο «Ερωτόκριτος» και αργότερα οι μιμήσεις ευρωπαϊκών μυθιστοριών έδωσαν μετεπαναστατικά μια σειρά από ιστορίες – ποταμούς. Θα μείνω ενδεικτικά στους «Μαυρόλυκους», στα μυθιστορήματα του Παπαδιαμάντη («Οι έμποροι των εθνών») και κατά μίμηση της ευρωπαϊκής «επικής» μόδας (π.χ. «Ζαν Κριστόφ» του Ρ. Ρολάν), τα έργα του Αθανασιάδη («Πανθέοι»), του Καραγάτση, του Τερζάκη, του Τσίρκα («Ακυβέρνητες πολιτείες»), του Γιώργου Μιχαηλίδη («Αγιοι έρωτες»), του Ρούφου, του Σαμουηλίδη, της Δούκα, του Βαλτινού, του Ρώμα, του Βασιλικού και άλλων αποτελούν επικές αναπτύξεις όπου μείζονες οικογένειες εξελίσσουν τη δράση τους μέσα στη διασκευασμένη ζώνη πολέμων, εμφύλιων σπαραγμών, δικτατοριών, πτωχεύσεων, μετανάστευσης, φυλακών, εξορίας κ.τ.λ.

«ΛΩΞΑΝΤΡΑ», «ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ». Μέσα σε αυτές τις επικές και συχνά επικολυρικές ειδολογικές συνταγές κινήθηκαν και η περίφημη «Λωξάντρα» και το έξοχο «Τρίτο στεφάνι». Αφήνω βέβαια ως αυτονόητα τα επικά έργα του Καζαντζάκη («Καπετάν Μιχάλης»), του Πρεβελάκη, του Βενέζη. Ολα αυτά έγιναν θεατρικά κείμενα μετά τον πόλεμο και άλλα διασκευάστηκαν για σενάρια κινηματογράφου και τηλεοπτικές σειρές.

Τώρα ήρθε η σειρά να πάρει τον δρόμο της σκηνής η «Νίκη» του Χωμενίδη. Για την ιστορία της λογοτεχνίας έχει ενδιαφέρον να αναλυθεί πώς δύο σπουδαία μυθιστορήματα που εκτυλίσσονται την ίδια εποχή (κυρίως στον Εμφύλιο και μετά), «Η καγκελόπορτα» και η «Νίκη» διαφέρουν και ως γραφή και ως πίνακας και τοιχογραφία χαρακτήρων, πράγμα που εξηγείται μόνο με την ιδιοφυΐα των δημιουργών τους, του Φραγκιά και του Χωμενίδη.

Η επίσης διαφορά έγκειται στο γεγονός πως ο Χωμενίδης χρησιμοποιεί ατόφιο υλικό από την οικογενειακή του ιστορία, αφού η Νίκη ήταν η μητέρα του, κόρη του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ και θύματος του Ζαχαριάδη Νεφελούδη. Ο Νεφελούδης είναι και θεμελιώδες πρόσωπο στην τριλογία του Τσίρκα με δράση στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του Πολέμου.

Ο Χωμενίδης όμως δεν κάνει ιστορικό μυθιστόρημα ούτε χρονικό ούτε βιογραφία. Αντλεί από την ιστορία και την οικογενειακή σάγκα για να χαρτογραφήσει με μελανά και όχι σπάνια ζωηρά χρώματα την τραγωδία μιας γενιάς. Το μυθιστόρημα του Χωμενίδη έχει κριθεί και αξιολογηθεί στον χώρο της πεζογραφίας.

Τώρα όμως έγινε θέατρο και θέατρο υπέροχο, που πουθενά δεν αφήνει ίχνη η πεζογραφική του προϊστορία.

Αυτό το οφείλουμε στην πείρα και στο σκηνικό ένστικτο του Σταμάτη Φασουλή που σε συνεργασία με τον ταλαντούχο Γιώργο Λύρα δημιούργησαν ένα αφηγηματικό σκηνικό ποίημα, ένα θεατρικό άλμπουμ όπου ξεφυλλίζοντας από σελίδα σε σελίδα συγκροτούμε με τα στοιχεία ενός παζλ μια ιστορία αγωνίας, ελπίδας, υπομονής, εξέγερσης, προσμονής, ωριμότητας και ιδεολογικής προσήλωσης σε έναν βαθύ ανθρωπιστικό στόχο, την αλλαγή του τοπίου της ιστορίας και την αναδόμηση των ιδεολογικών παθογενειών.

Οι χαρακτήρες παράγονται από τις συνθήκες και δεν έρχονται έτοιμοι να ενταχθούν σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Θα έλεγα πως ίσως ασυνείδητα αλλά με κύρος λόγω εμβάθυνσης στα ανθρώπινα λειτουργεί η θεωρητική θέση του Μαρξ πως ο άνθρωπος γίνεται, δεν γεννιέται. Γι’ αυτό είναι γεμάτος αντιφάσεις, παλινδρομήσεις, ενοχές και εξεγέρσεις αντιδρώντας στις αιχμές της πραγματικότητας και στις αντιθέσεις ενός συστήματος αξιών που έχει μουμιοποιηθεί.

Σε μια εποχή που τα πάντα είναι μετέωρα και προβληματικά, είναι παρήγορο που μια ιδιωτική πρωτοβουλία (και όχι ένας επιδοτούμενος κρατικός θεατρικός φορέας –αυτός υπνώττει) ανέλαβε το κόστος μιας πράγματι γενναίας, γιγαντιαίας και σοβαρής στο αποτέλεσμά της παραγωγής.

Ο Σταμάτης Φασουλής ως σκηνοθέτης υπογράφει την πλέον ώριμη παράστασή του. Και πρώτα, σε μια διάρκεια τεσσάρων ωρών δεν υπάρχει ούτε υπόνοια πλήξης ούτε μια περιττή σκηνή. Ο ρυθμός κυριαρχεί και η γλώσσα τιμάται, οι σχέσεις των χαρακτήρων έχουν σαφήνεια και η αφήγηση γεγονότων 50 ετών ξεκαθαρίζει ακόμη και στον απληροφόρητο την ιστορική τραγωδία του τόπου και τις σημερινές απολήξεις της παθολογίας του.

Τα σκηνικά του Γ. Γαβαλά, πληθώρα, έχουν ήθος, ύφος και ψυχισμό. Τα κοστούμια της Βαχλιώτη, ανθολογίας και υψηλού γούστου καθώς και ιστορικής μνήμης, ενδεικτικά. Οπου ο χορός χρειάστηκε η διδασκαλία του Παπάζογλου έδειξε τη γνώση και την ευρηματικότητά του.

Ο Λ. Παυλόπουλος πάλι κάνει το φωτιστικό του θαύμα. Και τι διανομή!

Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου κεντρικό δομικό στοιχείο της παράστασης σκορπάει ευφροσύνη, συγκίνηση, γοητεία, αγωνία και έγνοια. Κύτταρο ιστορικής συνέχειας.

Η Φιλαρέτη Κομνηνού (Νίκη) στην καλύτερη τελευταία της (και όχι βέβαια τελική) ερμηνεία. Λιτή, γεμάτη αίσθημα και εκείνο το πετάρισμα ψυχής που σε κάνει μάνα.

Ο Στέλιος Μάινας λιτός, καίριος, ευθύβολος και στέρεος. Η Ευγενία Δημητροπούλου αφοπλιστικά απλή και συνάμα συναισθηματικά πλήρης. Η Γωγώ Μπρέμπου στην ωριμότερη στιγμή της. Η Ευαγγελία Μουμούρη, η έκπληξη της διανομής, κέρδος για το θέατρό μας. Η Σοφία Φαραζή σταθερή αξία και με τόκο! Ο Μάξιμος Μουμούρης ευθύβολος και ακριβής. Ο Αλέξανδρος Καλπακίδης έπαιξε με τα μάτια και έπεισε.

Από την υπόλοιπη διανομή θα ξεχωρίσω τον Γιώργο Δεπάστα, τη Δανάη Μπάρκα (απολαυστική), τον Κώστα Φαλελάκη και τον θαυμαστό Φοίβο Ριμένα που θα λάμψει.

Σκηνοθεσία:

ΣταμάτηςΦασουλής

Διασκευή:

ΣταμάτηςΦασουλής,

Γιώργος Λύρας

Μουσική:

ΘοδωρήςΟικονόμου

Σκηνικά:

Γιώργος Γαβαλάς, Γιάννης Μουρίκης

Κοστούμια:

Ντένη Βαχλιώτη

Χορογραφίες:

ΔημήτρηςΠαπάζογλου

Παίζουν:

Φιλαρέτη Κομνηνού, Στέλιος Μάινας, Ευγενία Δημητροπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Ευαγγελία Μουμούρη, Σοφία Φαραζή, Μάξιμος Μουμούρης, Αλέξανδρος Καλπακίδης, Μίρκα Παπακωνσταντίνου κ.ά.

Πού:

Θέατρον, Κέντρο Πολιτισμού

Ελληνικός Κόσμος, Πειραιώς 254, Ταύρος, τηλ. 212-2540.300