Το οξύ πολιτικό πρόβλημα της χώρας θέτει καίρια ζητήματα ως προς τη στρατηγική που επιβάλλεται να ακολουθήσουμε. Οι προτεινόμενες λύσεις δεν συγκροτούν από μόνες τους διέξοδο από την κρίση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διστάζει να υιοθετήσει οποιοδήποτε μέτρο, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία. Εξού και επιμένει, μολονότι βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους ασφυξίας, ότι οι κάλπες θα στηθούν το 2019. Παρότι αυτοεμφανίζεται ως φορέας του νέου, στην ουσία εξυπηρετεί το παλιό και παρασιτικό σύστημα. Αυτό αποδεικνύεται και από την άρνησή του να προβεί στις ζωτικές για τη χώρα και την οικονομία διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Γι’ αυτό και μαζί του συμπαρατάχθηκαν οι εθνικιστές ΑΝΕΛ και διάφοροι εκφραστές της παραδοσιακής και νεοκαραμανλικής Δεξιάς.

Η ΝΔ, αν και φυσικός και ηθικός αυτουργός της κρίσης, ανακτά το χαμένο έδαφος εισπράττοντας την τιμωρητική διάθεση των πολιτών προς την κυβέρνηση. Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη τής προσέδωσε δυναμική. Η προοπτική επανόδου στην εξουσία λειτουργεί συσπειρωτικά. Ωστόσο, είναι πασιφανής η δυστοκία της να ενσαρκώσει γενναίες μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Το αίτημα της ηγεσίας για εκλογές δεν απαντά στο μείζον ερώτημα: Με ποιο μοντέλο διακυβέρνησης θα ανακάμψει η Ελλάδα;

Το ΠΑΣΟΚ, υπερασπιζόμενο και την ιστορία και την αυθυπαρξία του, οφείλει να αντιτάξει τον δικό του, καθαρό πολιτικό λόγο. Χωρίς αριστερές –υποτίθεται –ενοχές απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς αυταπάτες και ψευδαισθήσεις μπορεί να αναδείξει το συγκριτικό του πλεονέκτημα. Θεμελιώνοντας μια αμιγώς προοδευτική πολιτική ατζέντα για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, θα έχει τη δική του συμβολή και συνδρομή στη δημιουργία ενός ισχυρού πόλου των μεταρρυθμιστικών και ευρωπαϊκών δυνάμεων. Με αυτήν τη στρατηγική μπορεί να υπηρετήσει ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης για να απεξαρτηθεί η Ελλάδα από τους ιδεοληπτικούς και αμετανόητους. Για να απεγκλωβιστεί από τη μέγγενη των Μνημονίων. Βέβαια, μια τέτοια στρατηγική δεν επιτυγχάνεται με συγκερασμούς και μέσους όρους, που ενέχουν το στοιχείο των παραλυτικών ισορροπιών και εν τέλει του ευνουχισμού ή και της άρνησης για αλλαγές που χρειάζεται η Ελλάδα.

Η θέση της Φώφης Γεννηματά για εθνική συνεννόηση, αν και εύλογη, δύσκολα αποκτά πρακτικό αντίκρισμα. Αντικειμενικά, δεν υφίστανται οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις. Η απουσία κοινού τόπου μεταξύ των κομμάτων καθιστά τη συναίνεση αδύνατη. Πόσω μάλλον τη συνύπαρξη. Η εθνική συνεννόηση δεν μπορεί να υπάρξει με τις δυνάμεις εκείνες που ακόμη και σήμερα θεωρούν γόνιμη τη συζήτηση για τη δραχμή. Ή με εκείνους που βάλλουν κατά της συμμετοχής μας στην ΟΝΕ. Δεν μπορεί να υπάρξει με όσους καταφεύγουν σε εθνικιστικές υστερίες, συκοφαντώντας την υπεύθυνη στάση της κυβέρνησης Σημίτη που απέτρεψε τον πόλεμο με την Τουρκία το ’96. Ούτε με αυτούς που έχουν αναγάγει τη διαβολή, τη συκοφαντία, ακόμη και τον τραμπουκισμό, σε κυβερνητική πρακτική.

Η στρατηγική ήττα και η αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι εκ των ων ουκ άνευ. Μαζί τους δεν επιτυγχάνεται βιώσιμη κυβερνητική λύση. Η απεξάρτηση από τον εσμό των ανίκανων, ανερμάτιστων, ανεκδιήγητων, ιδεοληπτικών και εν τέλει επικίνδυνων συγκυβερνώντων αποτελεί προϋπόθεση για να επανέλθει η χώρα στην κανονικότητα.

Ο Λεωνίδας Γρηγοράκος είναι βουλευτής Λακωνίας με το ΠΑΣΟΚ