Κάποτε, πριν από 30 χρόνια, καλεσμένος στην Κύπρο, μίλησα για τη γλώσσα σε μια έξοχη αίθουσα ακριβώς πάνω στα όρια που χωρίζουν στα δύο τη Λευκωσία. Για να τονίσω και στη συνέχεια να σχολιάσω τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας (σε πείσμα των χωριζόντων ιδεοληπτικών που φτάνουν να θεωρούν την αρχαία ελληνική γλώσσα ξένη…), άρχισα την ομιλία μου διαβάζοντας χωρίς ενδιάμεσα σχόλια τους είκοσι πρώτους στίχους από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου που τους εκφωνεί ο φύλακας ο οποίος έχει εντολή από την Κλυταιμνήστρα να αγρυπνεί κάθε νύχτα στη στέγη του παλατιού των Μυκηνών ώστε να της αναγγείλει την άλωση της Τροίας, που θα μηνύσει με μια διαδοχή πυρών από βουνό σε βουνό ο Αγαμέμνονας κατ’ εντολήν της ανδρόβουλης συζύγου του.

Αυτή, η σκυταλοδρομία της φρυκτωρίας (της πυράς από φρύγανα που συγκεντρώνουν και πυροδοτούν εντεταλμένοι υπηρέτες στις κορυφές των ορέων από την Τροία έως το Αργος –ένα εκπληκτικό ζιγκ-ζαγκ που καταγράφει ο Αισχύλος αξιοθαύμαστα, γνωρίζοντας ακριβώς ποιες κορυφές σε ολόκληρο το σώμα της Ελλάδας έχουν οπτική επαφή!). Σημειώνω εδώ πως η σύνθετη λέξη φρυκτωρία εκτός από τη λέξη φρύγανα (το γ πριν από το ψιλό τ γίνεται κ) περιέχει και τη λέξη ώρα (με ψιλή, παρακαλώ) που σημαίνει φροντίδα (σημερινά κατάλοιπα: ακταιωρός, σηματωρός, πυλωρός, νεώριον και βέβαια θυρωρός)!

Παρακαλώ, ας μη θεωρηθεί αυτή η παρένθεση εκτός στόχου σε σχέση με τη γλωσσική διαχρονία της ελληνικής.

Επανέρχομαι στην πρωτοβουλία της Λευκωσίας.

Η ανάγνωση των στίχων του φύλακα έγινε κατ’ αντίστροφη φορά. Ξεκίνησα από μια σύγχρονη την εποχή εκείνη μετάφραση (Κ. Χ. Μύρης), την τελευταία έως εκείνη τη χρονιά, πέρασα στη μετάφραση του Τάσου Ρούσσου και συνέχισα με τις μεταφράσεις του Τσαπέκη, του Παπαλά, του Τάκη Μπαρχά, του Χατζηανέστη, του Μελαχρινού, του Γρυπάρη και του Σωτηριάδη (του μεταφραστή το 1903 των «Ορεστειακών», όπου φοιτητές διαδήλωναν υπέρ της παράστασης της «Ορέστειας» στο Βασιλικόν Θέατρον στο πρωτότυπο και τα έξοδα του θεάτρου κατέβαλε το Ταμείον του Βασιλέως και τους διαδηλωτές απέκρουσαν οι χωροφύλακες και ο στρατός, υπερασπιζόμενοι τη μετάφραση του καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο: τρεις νεκροί!).

Οταν τελείωσα τη συνεχή του ίδιου αποσπάσματος ανάγνωση, διάβασα το πρωτότυπο. Ξεφλουδίζοντας τα μεταφραστικά στρώματα του κρεμμυδιού, έφτασα και στην καρδιά και δεν υπήρξε κανείς ακροατής που να μην κατάλαβε όχι μόνο το νόημα αλλά και το ήθος του πρωτοτύπου.

Η πρότασή μου στη Λευκωσία ήταν αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής μου εμπειρίας. Δεκάδες φορές στην τάξη είχα δοκιμάσει να μυήσω τους μαθητές μου στη μεταφραστική περιπέτεια εκκινώντας από αυτή την ανάστροφη διαδρομή. Ετσι συχνά φτάναμε στο πρωτότυπο του Ομήρου εκκινώντας από τον Μαρωνίτη, περνούσαμε από τους Καζαντζάκη – Κακριδή, τον Σίδερη, τον Εφταλιώτη, τον Πάλλη, για να καταλήξουμε στον Πολυλά και αντίστροφα.

Εχω συχνά ονομάσει εποποιία τις μεταφραστικές προτάσεις των ελλήνων ποιητών – φιλολόγων που δοκίμασαν ακροβατώντας να μεταφέρουν στην εποχή τους και στο κυρίαρχο στην εποχή του γλωσσικό στάδιο της ελληνικής γλώσσας τα μεγάλα κείμενα, κυρίως τα ποιητικά.

Οταν μετέφρασα στο περιοδικό «Λέξη» το πρώτο απόσπασμα της Σαπφούς, είχαν προηγηθεί ο Σίμος Μενάρδος, ο Παναγής Λεκατσάς, η ποιήτρια Μυρτιώτισσα και ακολούθησε ο Ελύτης.

Ηδη μίλησα για σκυταλοδρομία. Πράγματι, νιώθει κανείς πως κάθε γενιά είναι χρεωμένη να προσεγγίσει με το γλωσσικό της ιδίωμα τα μεγάλα κείμενα της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας, της ιστορίας και της ρητορικής, των επιστημών (μαθηματικά, φυσική, γεωγραφία κ.τ.λ.), της μουσικής και της ταξιδιωτικής περιήγησης.

Κι αυτή η σκυταλοδρομία είναι απτή απόδειξη του κατά πόσο η γλώσσα, καθώς περνούν οι αιώνες και οι δεκαετίες, εξελίσσεται, αν εμπλουτίζεται ή φτωχαίνει. Η μεταφραστική περιπέτεια κυρίως στην ποίηση δεν είναι δυνατόν να αγνοεί τα νέα ποιητικά ιδιώματα, τις νέες αισθητικές σχολές. Με αυτόν τον τρόπο, και το νέο δοκιμάζεται αν αντέχει να στηρίξει και να σώσει και το πνεύμα και το ύφος και το ήθος του παλαιού, και το παλαιό δοκιμάζεται αν οι ιδέες του, οι λύσεις του, οι τεχνικές του αλλά και το γούστο του μπορούν να συγκινήσουν τον σημερινό αναγνώστη.

Το εργαστήρι της μετάφρασης, σαν τον αρχαίο και σύγχρονο χαλκέα και σιδηρουργό με το φυσερό του, το αμόνι του, το σφυρί του, αναλαμβάνει την παραγγελία να σφυρηλατήσει νέα περίτεχνα έργα έχοντας ως κουμπάσο, ως πρότυπο, ένα παλαιό δοκιμασμένο και διαχρονικά παραδεκτό ανάλογο.

Αρθρωσα την αναγκαία λέξη. Ανάλογος, αναλογία. Κάθε μετάφραση, το έχω συχνά υποστηρίξει, είναι αναλογία. Αντιστοιχεί με ένα κλάσμα –αν αριθμητής και παρονομαστής είναι το ίδιο νούμερο, το κλάσμα ισούται με τη μονάδα -, άρα ο μεταφραστής, πράγμα ανέφικτο, έχει δημιουργήσει την απόλυτη αναλογία. Οσο ο παρονομαστής είναι μεγαλύτερος από τον αριθμητή τόσο η μετάφραση απομακρύνεται από το πρωτότυπο.

Το πλέον επώδυνο δοκιμαστήριο σε μια μεταφραστική περιπέτεια είναι το θεατρικό κείμενο, μια αρχαία τραγωδία και κωμωδία. Γιατί; Διότι τα ποιητικά αυτά κείμενα που μας παραδίδονται ως γραπτά ήταν και είναι προορισμένα φύσει να εκφωνηθούν, να ρεύσουν στην προφορική όχθη.

Πόσοι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν τη δυνατότητα και την ικανότητα να διαβάσουν μια τραγωδία του Σοφοκλή ή τη «Λυσιστράτη»; Τα έργα αυτά γράφτηκαν ως παρτιτούρες, ως γλωσσική μουσική που έπρεπε ένα στόμα, ένας πνεύμονας και ένας ουρανίσκος να τα μετατρέψουν σε ήχο με νόημα, ρυθμό και ήθος.

Αυτή η παρτιτούρα για μας σήμερα είναι βωβή. Ο ήχος του Σοφοκλή και του Ευριπίδη έχουν χαθεί για πάντα. Εχουμε τα ποιητικά μέσα, εικάζουμε τους ρυθμούς, αλλά έχει χαθεί η μελωδία. Εχω κι άλλοτε γράψει. Είναι σαν να έχει χαθεί η παρτιτούρα της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν και να έχει διασωθεί μόνο η σημειολογία της μπαταρίας των τυμπάνων, της γκρανκάσας και των πιατίνι!

Αρα ο μεταφραστής με μόνο εφόδιο τη διάνοια και το ήθος των προσώπων της τραγωδίας και της κωμωδίας, τους ρυθμούς και τη μετρική αλλά και το λεξιλόγιο (που συχνά αποδίδει το ήθος, τον χαρακτήρα του ρόλου) πρέπει να βρει την αρμόζουσα αναλογία. Συχνά έχω υποστηρίξει πως η λέξη μετάφραση που έχει καθιερωθεί αποδίδει μόνο τη μεταφορά στη νέα γλώσσα των νοημάτων και αλίμονο αν τα νοήματα προδίδονταν, είναι αυτονόητο πως θα σεβαστούμε την ιδεολογία και τα επιχειρήματα του ποιητή. Ναι, μετα-φράζω σημαίνει ανακαλύπτω και διατυπώνω μια φράση, ένα προφορικό ιδίωμα από ένα άλλο ιδίωμα της ίδιας, εδώ, γλώσσας. Και αυτό, το ίδιας γλώσσας, είναι ο κόμπος. Υπάρχουν σαφώς δομικές διαφορές ανάμεσα στη γλώσσα του Αισχύλου και του Σεφέρη, αφού μεταφράζουμε έχοντας ως κώδικα αναφοράς τον μεγάλο ποιητή της εποχής που μεταφράζουμε (ο Γρυπάρης είχε τον Παλαμά, ο Μελαχρινός τον Σικελιανό). Αρα τη διαφορά θα την καλύψει η αναλογία, έστω κι αν αυτό σημαίνει μια λελογισμένη απόσταση από την εννοιολογική αντιστοίχηση των δύο γλωσσών. Υπάρχουν συχνά αξεπέραστα εμπόδια στην απόδοση ενός κυρίως θεσμικού όρου. Π.χ. οι αριστοφανικές «Εκκλησιάζουσες». Τι σημαίνει ο όρος για έναν μέσο έλληνα υποψήφιο θεατή; Σήμερα η λέξη εκκλησία, εκκλησιάζομαι, έχει βαθύ και λαϊκό χριστιανικό πρόσημο. Πώς να μεταφράσεις χωρίς να προδώσεις την ουσία του θεσμικού αυτού όρου; «Γυναίκες στη Βουλή»; Ναι, αλλά άλλο η Εκκλησία του Δήμου και άλλο η Βουλή. Πάντως, κοντινότερος όρος στον σύγχρονο Ελληνα. «Γυναίκες στην εξουσία»; «Συνέλευση, σύνοδος, συνεδρίαση των γυναικών»; Επιθεωρησιακά: «Ψήφο στις γυναίκες»; Λαϊκότερα; «Γυναίκες στα πόστα»;

Και οι αισχυλικές και ευριπιδικές «Ικέτιδες»; Ικέτης, ικετεύω, σήμερα σημαίνει παρακαλώ, εκλιπαρώ, δεν σημαίνει είμαι εξόριστος, ζητώ άσυλο, είμαι φυγάς, όπως σημαίνει στα αρχαία ελληνικά. Αλλο τώρα αν ικετεύω σημαίνει καταφεύγω κάπου και εκλιπαρώ να μου δοθεί ασυλία. Ανάλογα με τις λύσεις που κατά καιρούς θα δοθούν σε τέτοια γλωσσικά αινίγματα, η μετάφραση θα έχει φτάσει να μηδενίσει τη διαφορά στο κλάσμα της αναλογίας.