Ο χρόνος τρέχει ανελέητα, η αβεβαιότητα διογκώνεται και η αγωνία κορυφώνεται στο ελληνικό ζήτημα. Η χώρα κινδυνεύει να εισέλθει σε μια διακεκαυμένη ζώνη υψηλού κινδύνου όσο καθυστερούν οι αποφάσεις για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, παραμένει μετέωρο το πολιτικό σκηνικό και ενισχύεται η ανασφάλεια των πολιτών για το ορατό μέλλον.

Η κατάσταση αυτή έχει ήδη αρχίσει να κοστίζει ακριβά στην ελληνική οικονομία, όπως μαρτυρούν η άνοδος των επιτοκίων στα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου και η επαναφορά των τοξικών σεναρίων Grexit στους κύκλους των διεθνών επενδυτών. Μπορεί, μάλιστα, τα πράγματα να γίνουν ακόμη χειρότερα αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ώς τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου, που θωρείται ως το έσχατο περιθώριο ασφαλείας. Και να εισέλθουμε, έτσι, σε αχαρτογράφητες και επικίνδυνες περιοχές, όπως προειδοποίησαν οι τραπεζίτες τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο φοβούμενοι ένα ντόμινο επιπτώσεων στα κόκκινα δάνεια, στις καταθέσεις και στην ανάπτυξη στον βαθμό που επικρατήσει ένα ρευστό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον τους επόμενους μήνες.

Οι διαφωνίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στην πλευρά των δανειστών σε ό,τι αφορά το εύρος του πακέτου μέτρων που θα ζητήσουν από την ελληνική κυβέρνηση και από την άλλη η αβεβαιότητα που αποπνέουν κινήσεις και δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της για τις δυνατότητες και τις αντοχές της να κλείσει μια αξιολόγηση υψηλού πολιτικού κόστους αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά για την τροπή που θα προσλάβουν οι εξελίξεις τις επόμενες εβδομάδες.

Στο μέτωπο των δανειστών, η κοινή γραμμή όλων των παικτών για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα δεν συνεπάγεται, προς το παρόν τουλάχιστον, κοινή γραμμή και στο πακέτο των μέτρων που πρόκειται να ζητήσουν για να διασφαλιστούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ) μετά το 2018. Το ΔΝΤ, στη μια άκρη, εξακολουθεί να εμμένει στο πιο σκληρό σενάριο για νομοθέτηση από τώρα των περικοπών στο αφορολόγητο και τις συντάξεις και για τις αλλαγές στα εργασιακά. Η Κομισιόν, στην άλλη άκρη, επιχειρεί συμβιβαστικές προτάσεις που έως τώρα πέφτουν στο κενό. Και όλα αυτά ενώ η νέα ηγεσία των ΗΠΑ εξακολουθεί να κρατά κλειστά τα χαρτιά της, χωρίς να αποκλείει ακόμη και ανατροπές, για τον ρόλο που η ίδια θα επιθυμούσε να έχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.

Στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, η ηγεσία της κυβέρνησης θα ήθελε να κλείσει την αξιολόγηση για να απελευθερωθεί το αφήγημα της ένταξης της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι και η προοπτική της εξόδου της χώρας στις αγορές κάποια στιγμή το 2018, επιτρέποντας στην ίδια να κάνει εκλογικούς σχεδιασμούς με μεγαλύτερη άνεση χρόνου. Ομως, τα όποια πολιτικά οφέλη θα προέκυπταν από το QE Ντράγκι θα ακυρώνονταν αυτόματα από ένα σκληρό πακέτο μέτρων, προσαρμοσμένο «στα μέτρα» του ΔΝΤ, υπό την προϋπόθεση ότι θα κατάφερνε να τα περάσει από τη Βουλή. Και αυτό από μόνο του καθιστά ιδιαίτερα επισφαλή την όποια πρόβλεψη για τις επόμενες κινήσεις της.

Το δυστύχημα για τη ελληνική οικονομία είναι ότι όσο ο χρόνος τρέχει χωρίς συμφωνία με τους δανειστές τόσο αυτή οδεύει ολοταχώς προς ένα τέταρτο Μνημόνιο, στην καλύτερη των περιπτώσεων.