Από το κακό στο χειρότερο. Το αβέβαιο και δύσκολο ευρωπαϊκό (αλλά και παγκόσμιο) περιβάλλον γίνεται ακόμη πιο αβέβαιο μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Και κυρίως γίνεται δυσμενέστερο για την Ελλάδα και τις επιδιώξεις της ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι περιπέτειες της δεύτερης αξιολόγησης το πιστοποιούν. Οι πρώτες πράξεις του νέου αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαιώνουν τις χειρότερες εκτιμήσεις για το τέρας που γεννήθηκε στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη οι αβεβαιότητες πολλαπλασιάζονται. Κοντά στην παραλυτική αβεβαιότητα για τις επικείμενες εκλογές (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία) προστίθενται νέες, όπως με την εκλογή του νέου προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την απόφαση της πρωθυπουργού της Βρετανίας Τερίζα Μέι υπέρ ενός «σκληρού Brexit» (hard Brexit) από την ΕΕ. Η εκλογή του αμφιλεγόμενου Αντόνιο Ταγιάνι έρχεται μετά την αποχώρηση του Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος ύστερα από περίπου πέντε χρόνια θητείας επανήλθε στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Γερμανίας (διεκδικεί την καγκελαρία). Ο Σουλτς, ένας τυπικός κεντροαριστερός, σοσιαλδημοκράτης, ήταν ιδιαίτερα φιλικός προς την Ελλάδα (και προσωπικά τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα). Ο Ταγιάνι προέρχεται από την Κεντροδεξιά και μάλιστα την πλέον προβληματική, μπερλουσκονική εκδοχή της. Η εμπειρία από τις παλαιότερες θέσεις του (Επιτροπή, κ.ά.) πιστοποιεί ότι δεν έχει και ιδιαίτερα υψηλές ευαισθησίες για τα ελληνικά προβλήματα (αν και το γεγονός ότι προέρχεται από την Ιταλία μπορεί να λειτουργήσει κάπως κατευναστικά).

Η κατάληψη της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από την Κεντροδεξιά σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή όλες οι κορυφαίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση (πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι) έχουν περάσει στα χέρια της συντηρητικής παράταξης. Πρόκειται για πολιτική και θεσμική ασυμμετρία που μπορεί να διορθωθεί μόνο εάν τον Ιούνιο αντικατασταθεί ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Τουσκ (αλλά όχι βέβαια με τον φερόμενο ως υποψήφιο Φρανσουά Ολάντ). Αλλά είτε έτσι είτε αλλιώς είναι εμφανής η μετακίνηση των πολιτικών συσχετισμών σε δυσμενέστερο σημείο ισορροπίας για την Ελλάδα, κάτι που αναμένεται να ενισχυθεί και από τις επικείμενες εκλογές.

Η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να επιδιώξει ένα ιδιόμορφο σκληρό Brexit ρίχνει την Ενωση στην προοπτική μιας συγκρουσιακής και αβέβαιης διαπραγμάτευσης. Οσοι γνωρίζουν την Ενωση κατανοούν ότι όλα αυτά που επιδιώκει το Λονδίνο είναι άκρως αντιφατικά και ανέφικτα. Οδηγούν επομένως σε μια εξόχως δύσκολη διαδικασία που θα ταλαιπωρήσει την ΕΕ για τα επόμενα δύο τουλάχιστον χρόνια. Η κατάσταση αυτή θα δυσκολέψει όμως ακόμη περισσότερο τη διαχείριση του ελληνικού προβλήματος ενώ μπορεί να προσθέσει ένα ακόμη θέμα στην ατζέντα, τη θέση των πολυάριθμων Ελλήνων που διαμένουν/εργάζονται/σπουδάζουν στη Βρετανία, θέμα που καλό είναι να μην υποτιμάται (ή ακόμη και να αγνοείται).

Γενικώς διαμορφώνονται συνθήκες ακόμη βαθύτερης περιθωριοποίησης της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό/ενωσιακό αλλά και παγκόσμιο πλαίσιο. Και αυτό δεν ξέρω πόσο συνειδητοποιείται.

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών