Η τυπική εκδοχή είναι ότι με τις προκριματικές τους εκλογές οι γάλλοι Σοσιαλιστές επιλέγουν υποψήφιο πρόεδρο. Η ουσιαστική, ότι επιλέγουν υποψήφιο μιας σφαγής. Γιατί όποιος και να είναι ο υποψήφιος, ο «αριστερός» Αμόν ή ο «δεξιός» Βαλς, αυτό που θα δει στις προεδρικές δεν θα είναι παρά η πλάτη όλων των υπολοίπων. Και κάτι τέτοιο για ένα κόμμα εξουσίας είναι ο ορισμός της πολιτικής τραγωδίας.

Μπορεί να μην ακούγεται και πολύ παρήγορο, αλλά οι γάλλοι Σοσιαλιστές δεν είναι παρά οι τελευταίοι στη μακρά αλυσίδα της σοσιαλδημοκρατικής σφαγής. Οταν, απευθυνόμενη στον αρχηγό της, η Μελίνα Μερκούρη συμπύκνωνε το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ στη φράση «πρόεδρε, δεν αρέσουμε πια», δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το κόμμα της θα φλέρταρε κάποια στιγμή με την ανυπαρξία και ότι από αυτό το φλερτ θα γεννιόταν ένας πολιτικός όρος, η «πασοκοποίηση», ο οποίος δεν θα περιέγραφε μόνο ένα τοπικό, αλλά ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Οι γάλλοι Σοσιαλιστές ετοιμάζονται να ζήσουν τη δική τους πασοκοποίηση. Και πριν από αυτούς την είχαν ζήσει οι έλληνες, οι ισπανοί και πολλοί ακόμη ευρωπαίοι ομοϊδεάτες τους.

Αντίθετα από τον κομμουνισμό, η σοσιαλδημοκρατία δεν ήταν μια αιματοβαμμένη φενάκη του 20ού αιώνα, αλλά ένας από τους θεμέλιους λίθους του κόσμου όπως τον ξέραμε. Χάνει οριστικά το τρένο του 21ου αιώνα; Απαντήσεις του είδους δίνονται ασφαλώς στις κάλπες. Αλλά πριν θα πρέπει να δοθούν πολλές απαντήσεις από την ίδια στα πεδία των μεγάλων ιδεών και των πρακτικών λύσεων, εκεί δηλαδή όπου η σοσιαλδημοκρατία είχε διακριθεί κατεξοχήν. Εκεί άρεσε. Και μόνο εκεί μπορεί να κατανοήσει γιατί πλέον δεν αρέσει.