Βολεύει να μην έχεις πέσει. Βολεύει να σε έχουν ρίξει. Να σε έχει ανατρέψει κάποια συνωμοσία. Οι Αμερικανοί, επειδή τάχα έκανες δουλειές με τους Ρώσους. Τα διαπλεκόμενα που συμμάχησαν με τους εσωκομματικούς σου αντιπάλους. Δεν είναι σπάνιο οι πρώην πρωθυπουργοί να επιτρέπουν –όταν δεν επιδιώκουν –να φυτρώνουν στην αυλή τους τέτοιες θεωρίες αυτοθυματοποίησης.

Σπάνιο είναι αυτό που επιχείρησε ο Αντώνης Σαμαράς: να γειώσει την επινόηση του παρελθόντος από τον Γιάνη Βαρουφάκη –επινόηση, σύμφωνα με την οποία ο Σόιμπλε είχε αποφασίσει ήδη από την άνοιξη του ’14 να ρίξει την κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ.

Θα βόλευε ίσως και τον Σαμαρά να εγγράψει τον εαυτό του στα αθώα σφάγια του Σόιμπλε. Είχε άλλωστε υλικό για να πλάσει τέτοιο αφήγημα. Στην ύστερη φάση της σαμαροβενιζελικής διακυβέρνησης οι δανειστές έριχναν άμμο στα γρανάζια της διαπραγμάτευσης. Ομως το κίνητρό τους δεν ήταν να στραγγαλίσουν τον Σαμαρά. Ηταν να κωλυσιεργήσουν μέχρις ότου βεβαιωθούν με ποιον θα είχαν να διαπραγματευθούν.

Η ορολογία της εποχής περιέγραφε το φαινόμενο ως «πολιτικό κίνδυνο». Ηταν μια άκομψη, αλλά όχι ανακριβής, μετωνυμία για τον επερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ σύστηνε νταουλιστί τον εαυτό του ως κίνδυνο. Ο πρόεδρός του διεμήνυε από το βήμα της Βουλής ότι δεν θα τηρούσε καμία συμφωνία. Οτι δεν θα σεβόταν καμία σύμβαση ιδιωτικοποίησης. «Θα χάσουν», προειδοποιούσε τους επενδυτές, «τα λεφτά τους».

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέτρεψε τους Σαμαροβενιζέλους στιγμιαία, στην προεδρική εκλογή. Τους ανέτρεπε επί τουλάχιστον έξι μήνες, από τις ευρωεκλογές και μετά, έχοντας επιβάλει τη δική του εκδοχή για την πραγματικότητα. Εχοντας μετατρέψει τη δημόσια σφαίρα σε φούσκα της αυταπάτης.

Ολα αυτά είναι πολύ νωπά για να έχει η εξιστόρησή τους ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον έχει όμως η αντίδραση του Μαξίμου –που απάντησε οργισμένα στον Σαμαρά, σαν να ήταν ακόμη Πρωθυπουργός. Ο τόνος εξηγείται βέβαια από την ανίατη καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στον αντιπολιτευόμενο εαυτό του –από τη διαρκή του ανάγκη να επιστρέφει σε θέση καταγγέλλοντος του «παλαιού πολιτικού συστήματος», σαν να μην κυβερνούσε ήδη δύο χρόνια. Εξηγείται όμως και από την ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να κρατήσουν όρθια τα σκιάχτρα. Να κρατηθεί ζωντανή η δοξασία ότι «ο Σόιμπλε ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις».

Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο Σόιμπλε, η κυβέρνηση θα έπρεπε να τον επινοήσει. Θα έπρεπε να κατασκευάσει το φάντασμα μιας σκοτεινής, ακαταμάχητης δύναμης στην οποία θα μπορούσε να χρεώσει όλα τα ενδεχόμενα: και τη συνθηκολόγηση και τη ρήξη.