Επαψα να πιστεύω στον Αϊ-Βασίλη το 1971, σε ηλικία πέντε χρονών, όταν διασταυρωθήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας μας.

«Φέρατε το δώρο μου!» ενθουσιάστηκα –για χατίρι μου είχε πετάξει με το έλκηθρό του από τον Βόρειο Πόλο στην οδό Δροσοπούλου 4, δεν υπήρχε άλλο παιδάκι στους έξι ορόφους. Απέφυγε να με κοιτάξει –έψαχνε νευρικά μέσα στις τσέπες της στολής του τα κλειδιά. Η μάνα μου είχε τα δικά της πιο πρόχειρα, άνοιξε εκείνη. Στο ασανσέρ στριμωχτήκαμε, ο Αϊ-Βασίλης κρατούσε μια σακούλα με τα κανονικά του ρούχα –«πλημμύρισαν τα αποδυτήρια στο Μινιόν», εξήγησε στη μάνα μου, «έσπασε ένας σωλήνας της αποχέτευσης –βρώμισε ο τόπος -, σιχαινόμουν να αλλάξω εκεί μέσα!». «Αμείβεστε τουλάχιστον καλά;» ρώτησε εκείνη. «Δεν βαριέστε… Παίρνω ένα ποσοστό από τις φωτογραφίες που μου τραβάνε με τα πιτσιρίκια. Πέρυσι τις γιορτές δούλευα σερβιτόρος στα μπουζούκια, έβγαζα τα τριπλά. Το ζήτημα είναι να με κρατήσουν στο Μινιόν και μετά την Πρωτοχρονιά, να κουβαλάω έστω κιβώτια από την αποθήκη. Χρειάζομαι μια μόνιμη δουλειά. Η Σταυρούλα μπαίνει στον μήνα της».

Τα καλά (;) νέα ήταν πως θα ‘χαμε στην πολυκατοικία γεννητούρια. Τα κακά νέα ήταν ότι ο Αϊ-Βασίλης ονομαζόταν Μήτσος Βλάχος, γιος της θυρωρού μας, τύπος πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, με λαδωμένο μαλλί μέσα στον σκούφο του και μάγουλα βλογιοκομμένα κάτω απ’ την ψεύτικη λευκή του γενειάδα.

Τι και αν είχε καταρριφθεί παταγωδώς ο μύθος του; Εγώ επέμεινα, για τα επόμενα σαράντα χρόνια, να ζητώ δώρα απ’ τον Αϊ-Βασίλη.

Το 1974 του παρήγγειλα το τηλεκατευθυνόμενο αεροπλανάκι που είχα μπανίσει στη βιτρίνα του παιχνιδάδικου Καλφάκης. Οι γονείς μου δεν είχαν λεφτά –βάραγε μύγες ο πατέρας μου επί δικτατορίας ως δικηγόρος εργατικών σωματείων -, έλαβα έτσι τα ενενήντα εννιά πλαστικά κομμάτια ενός Σπιτφάιρ, με ένα σημείωμα που έγραφε ότι εάν το συναρμολογούσα τέλεια, του χρόνου θα μου έφερνε ο Αγιος το τηλεκατευθυνόμενο. Το καλοκαίρι του ’74 έπεσε η χούντα, άνοιξαν οι δουλειές και η υπόσχεση εκπληρώθηκε. Το 1979 τον εκλιπάρησα να κάνει καλά τον μπαμπά μου. «Δώρα μοιράζω σε παιδιά –δεν θεραπεύω τον καρκίνο!» με επισκέφθηκε στον ύπνο μου και μου διευκρίνισε με ύφος απροσδόκητα εριστικό, που ίσως να έκρυβε τύψεις για την αδυναμία του.

Το 1981 τον παρακάλεσα να στείλει στην αγκαλιά μου ένα κορίτσι. Το συνομήλικό μου κορίτσι συγκεκριμένα, που είχε μετακομίσει από κάτω μας και είχε κατάμαυρα μαλλιά, φακίδες στη μύτη κι ένα σωρό δικαιολογίες για να με αποκρούει όποτε διασταυρωνόμασταν και της πρότεινα να πάμε κινηματογράφο ή για πίτσα στη Φωκίωνος Νέγρη ή για να παίξουμε, αν προτιμούσε, πάκμαν στο ουφάδικο της γειτονιάς. «Ο επιμένων νικά!» με συμβούλεψε ο Αγιος και πράγματι το κορίτσι δέχθηκε με τα πολλά να δούμε μαζί τον «ΕΤ», εγώ όμως τόσο έτρεμα μη φάω χυλόπιττα ώστε της ξεκαθάρισα, στο φανάρι της Πατησίων, πως δεν τη βλέπω ερωτικά, απλώς σαν φίλη. Δεν έδειξε ούτε να χαίρεται ούτε να λυπάται. Μες στο σκοτάδι του σινέ Τριανόν χώσαμε ταυτόχρονα τα δάχτυλα μες στα τσιπς και αγγιχτήκαμε –να ‘ταν τυχαίο; Στο διάλειμμα αγόρασα και δεύτερο πακέτο, εκείνη όμως δήλωσε χορτάτη. Επί εβδομάδες αναρωτιόμουν εάν είχα βγει ή όχι μαζί της το πρώτο μου ραντεβού…

Οι δεκαετίες του 1990 και του 2000 μου τα ‘φερναν όλα πρύμα –δεν είχα κάτι να ζητήσω από τον Αϊ-Βασίλη -, ευχαρίστως πάντως θα τον κέρναγα κάνα δυο – τρία ποτά στο μπαρ της αρεσκείας του, «από κάτι χουβαρντάδες σαν εμένα», σκεφτόμουν, «είναι η μύτη του τόσο κόκκινη».

Το 2008 θρήνησα μέσα σε πέντε μήνες τη μάνα μου και το νεογέννητο αγοράκι μου. Δεν έκοψα την Πρωτοχρονιά του 2009 βασιλόπιτα –σε ποιον να βγάλω κομμάτι; -, είχα απομείνει ολομόναχος στο σπίτι. Ζήτησα από τον Αϊ-Βασίλη είτε να μου δώσει κουράγιο να αυτοκτονήσω είτε να ξανασταθώ στα πόδια μου, να μην με αφήσει πάντως να σέρνομαι…

Το 2010 γεννήθηκε η κόρη μου. Και Αϊ-Βασίλης της έγινα εγώ.