Κινδυνεύει η Ελλάδα να ζήσει ένα δράμα ανάλογο με αυτό της τράπεζας Μonte dei Paschi di Siena, το οποίο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη αυτές τις ημέρες στην Ιταλία; Δυστυχώς ναι, λένε έγκυροι κύκλοι της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος που παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα την αγωνιώδη προσπάθεια αναζήτησης κεφαλαίων από την αρχαιότερη τράπεζα του κόσμου. Στόχος της να αποφύγει μια κρατική διάσωση που, όμως, μοιάζει πια αναπόφευκτη. Και μαζί με αυτήν ένα κούρεμα στις αποταμιεύσεις εκατομμυρίων ιταλών πολιτών που είχαν αγοράσει ομόλογα της τράπεζας, θεωρώντας τα εξίσου ασφαλή με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου.

Οι νέοι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που τέθηκαν σε ισχύ στις αρχές του 2016, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβητήσεων: στις τράπεζες που ενισχύονται (διασώζονται) με κρατικά κεφάλαια, δηλαδή χρήματα των φορολογουμένων, θα επιβάλλεται κούρεμα σε μετόχους, ομολογιούχους και ενδεχομένως καταθέτες για τις αποταμιεύσεις τους άνω των 100.000 ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν επιτυχώς στα τέλη του 2015, πριν τεθεί σε ισχύ το νέο καθεστώς –κάτι που αρνήθηκαν να κάνουν οι ιταλικές, παρά τα εντονότερα προβλήματά τους, ελπίζοντας στον από μηχανής Θεό της ανάκαμψης της οικονομίας, ο οποίος τελικά δεν έβαλε το χέρι του.

Από την άποψη αυτή, σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θεωρείται ασφαλές ως προς την επάρκεια των κεφαλαίων του. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι θα επιβεβαιώνονται στο μέλλον οι προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας και για τα έσοδα από τις ρυθμίσεις των κόκκινων δανείων, επί των οποίων έχουν στηριχθεί οι εκτιμήσεις για την επάρκεια των κεφαλαίων του. Οποιαδήποτε διαταραχή αυτής της σχέσης θα βάζει σε περιπέτειες νέας ανακεφαλαιοποίησης τις ελληνικές τράπεζες, εκθέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο τους μετόχους τους, τους ομολογιούχους και τους καταθέτες τους.

Είναι προφανές, λοιπόν, πόσο κρίσιμο είναι να επιτευχθεί ο στόχος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά 2,7% το 2017, βάσει του οποίου έχουν υπολογισθεί και οι προβλέψεις για την εξέλιξη των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οπως και οι στόχοι για τη μείωση –μέσω των ρυθμίσεων και άλλων μέτρων –κατά 40 δισ. ευρώ έως το 2019 των υφιστάμενων κόκκινων δανείων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας (SSM), της Τραπέζης της Ελλάδος και των τραπεζών. Μελέτες που έχει στη διάθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος δείχνουν ότι ο ρυθμός δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων οφείλεται κατά κύριο λόγο στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, που με τη σειρά του επηρεάζει την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και την ανταπόκρισή τους στις ρυθμίσεις των καθυστερούμενων οφειλών που έχουν στις τράπεζες.

Σήμερα, τα αποκαλούμενα και κεφάλαια πρώτης ποιότητας (Tier 1) των ελληνικών τραπεζών ανέρχονται στο 16% του σταθμισμένου ενεργητικού τους. Βρίσκονται αρκετά πάνω από το όριο του 12%, όπου χτυπά ο συναγερμός της ανακεφαλαιοποίησης. Εκτιμάται ότι η επιβεβαίωση των προβλέψεων για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και των στόχων για τις ρυθμίσεις των κόκκινων δανείων μπορεί να ανεβάσει τα κεφάλαια αυτά ακόμη και στο 18%. Αντιστρόφως ανάλογο και άκρως επικίνδυνο θα είναι το αποτέλεσμα από ενδεχόμενη μη εκπλήρωση των εκτιμήσεων αυτών.

Για τον λόγο αυτό και μόνο πρέπει να κλείσει το συντομότερο η δεύτερη αξιολόγηση, προειδοποιούν παράγοντες που έχουν επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης. Οσο η εκκρεμότητα αυτή παραμένει ανοιχτή τόσο θα παραμένει σε ομηρεία, δεμένη χειροπόδαρα, η ελληνική οικονομία. Και τόσο θα ισοδυναμεί με απασφαλισμένη νάρκη για τα εκατομμύρια των καταθετών, των μετόχων, των επιχειρήσεων, των εργαζόμενων και των φορολογουμένων. Ολα τα άλλα είναι, απλώς, προφάσεις και εν τέλει, άλματα στο κενό.