Πώς θα είναι μια κοινωνία χωρίς κανονικές (αστικές) εφημερίδες; Το ερώτημα δεν παραπέμπει σε χρονικότητες όπου ο Τύπος θα έχει επινοήσει την οριστική του νέα φόρμα (και άρα το ερώτημα είναι θετικό). Το ερώτημα είναι για το τώρα, μιας χώρας ξεχαρβαλωμένης από τη μνημονιακή φτώχεια. Μιας κοινωνίας που ξεχειλίζει από θυμό. Και επισφάλεια. Μια τέτοια κοινωνία θα βυθιστεί ακόμη πιο γρήγορα στον ζόφο αν υποσταλούν οι τελευταίες συλλογικές χειρονομίες ενημέρωσης, πολυφωνίας, δημοκρατίας, κουλτούρας. Δηλαδή, οι κανονικές εφημερίδες.

Ας το δούμε λίγο απ’ έξω. Ο άνθρωπος που παίρνει μια εφημερίδα από έναν πάγκο ή ένα περίπτερο, εμμέσως πλην σαφώς συμφωνεί με το ελάχιστο. Πως υφίσταται ακόμη ένα κοινωνικό συμβόλαιο. Πως αυτό προφανώς δεν είναι στατικό αλλά δυναμικό και, άρα, μονίμως υπό αίρεση. Και πως η εφημερίδα που αγοράζει, οριοθετεί και ελέγχει ταυτόχρονα αυτό το πλαίσιο. Αν μπορεί να είναι και παλμογράφος των τάσεων των υποτελών τάξεων, ακόμη καλύτερα για την εφημερίδα.

Προς Θεού, και οι κανονικές εφημερίδες στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι και επιχειρήσεις. Εκκινούν ως επιχειρήσεις και ανάλογα με το βάρος και την ιστορικότητά τους, εξελίσσονται σε πυλώνες θεσμικούς. Κανείς δεν έχει νομίζω την αφελή απαίτηση οι κανονικές εφημερίδες να μην εκπροσωπούν και τους ιδιοκτήτες τους. Πολύ περισσότερο, η μάχη των ιδεών είναι μια πρόκληση για τους κανονικούς δημοσιογράφους που τις στελεχώνουν. Και για το κανονικό αναγνωστικό κοινό που τις επιλέγει για να θυμώνει, να ενημερώνεται ή να συμφωνεί.

Ας το δούμε λίγο από μέσα. Οι κανονικές εφημερίδες δεν είναι μόνο «μαγαζιά». Είναι και οικογένειες. Συχνά μοιάζουν με ροκ συγκροτήματα, κανείς δεν μιλάει με τον δίπλα του συνάδελφο. Ενοποιούνται όμως κάτω από μια ελάχιστη συμφωνία: η ζωή είναι ωραία για να την καταγράψεις. Ο κόσμος (ακόμη και ο σημερινός βάρβαρος και καπιταλιστικός) είναι συναρπαστικός για να τον φωτίσεις. Οι κανονικές εφημερίδες είναι συχνά και γόνιμες επικράτειες ιδεών. Και οι εργαζόμενοι σε αυτές είναι μέρος των παθογενειών και της αμφισημίας του έξω κόσμου. Συχνά, λίγοι μα όχι ασήμαντοι είναι και ρομαντικοί. Οι κανονικές εφημερίδες συχνά είναι ναοί ενηλίκων που ξέχασαν να μεγαλώσουν ή απλώς κυνικών που κάνουν πως δεν βλέπουν.

Πριν από δύο χρόνια ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μου είχε πει πως μια κοινωνία χωρίς εφημερίδες θα είναι μια κοινωνία πιο ευάλωτη στην εκτροπή. Οι κανονικές εφημερίδες είναι παράμετρος και προϋπόθεση της ελάχιστης αστικής δημοκρατίας, θα συμπλήρωνα. Γράφω σε μια τέτοια ανεξίθρησκη, κανονική εφημερίδα. Και παρά τις δυσκολίες, κοιμάμαι ήσυχος.