Ο χώρος της πολιτικής περνάει μια βαθιά κρίση. Παραδοσιακά κόμματα φθείρονται. Και ενώ υπάρχουν πολλοί αρχηγοί κομμάτων, οι ηγέτες είναι ελάχιστοι. Γενικότερα, τα κόμματα έχουν πάψει να προσελκύουν ικανούς και δημιουργικούς ανθρώπους. Ελκύουν τους μέτριους. Που γίνονται «επαγγελματίες» της πολιτικής. Ταυτόχρονα, τα κόμματα περιχαρακώνονται. Γίνονται όλο και πιο κλειστοί μικρόκοσμοι. Αναπαράγουν τον εαυτό τους. Ανήκουν σε ένα παράλληλο σύμπαν εν σχέσει με την κοινωνία και τους πολίτες που θα έπρεπε να εκφράζουν και να υπηρετούν. Είναι μια ελίτ της μετριότητας.

Πριν περάσουμε στα του οίκου μας, ας δούμε τι γίνεται γύρω μας. Στην Ευρώπη η απουσία ηγετών είναι τρανταχτή. Ευτυχώς που υπάρχει η Μέρκελ. Ούτε αυτή βεβαίως λάμπει. Ομως, προκαλεί ηρεμία και εμπιστοσύνη σε ταραγμένες εποχές. Πατάει βεβαίως σε μια πειθαρχημένη χώρα με ισχυρές δομές και ξεχωριστή κουλτούρα, που τη στηρίζει σε όλα τα επίπεδα. Στον άλλο πυλώνα της ευρωζώνης, τη Γαλλία, αυτή έχει αφήσει πολύ πίσω μορφές σαν τον Ντε Γκολ και τον Μιτεράν. Δεν υπάρχουν καν προσωπικότητες όπως ο Ζισκάρ και ο Σιράκ. Τους αντικαθιστούν καρικατούρες όπως ο Σαρκοζί και ασήμαντοι όπως ο Ολάντ.

Η Βρετανία είναι η κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού. Και όμως, ο πρωθυπουργός της Ντέιβιντ Κάμερον με τρεις εκλογικές νίκες στις πολιτικές αποσκευές του, έκανε την «γκάφα του αιώνα», όπως περιεγράφη το άφρων δημοψήφισμα που οδήγησε στο Brexit. Οι νικητές του Brexit αυτοκαταστράφηκαν. Ευτυχώς για τη Βρετανία προέκυψε η Τερίζα Μέι, στιβαρή και σοβαρή, που δεν θυμίζει τυπικό πολιτικό. Την ίδια ώρα, ένα ιστορικό κόμμα, το Εργατικό, διαθέτει ένα ηγετικό απολίθωμα και έχει καταληφθεί από την «παλαβή Αριστερά» (Looney Left). Αν δεν αλλάξει, θα περάσουν δεκαετίες για να ξαναγυρίσει στην εξουσία.

Αυτά που συνέβησαν προσφάτως στην Αμερική ξεπερνούν κάθε φαντασία. Ετσι, ο υπερτιμημένος Ομπάμα, που διέψευσε πολλές προσδοκίες, φαντάζει πλέον ως ηλιαχτίδα σε ένα πολιτικό σκοτάδι. Τραμπ και Χίλαρι ήταν οι πρώτοι υποψήφιοι για την προεδρία, που έσερναν ένα βουνό αρνητικών κρίσεων σε μια μάχη ακραίου «μη χείρον». Η Χίλαρι ήταν εκείνη που έχασε τις εκλογές και το Δημοκρατικό Κόμμα αυτοκτόνησε μη διαθέτοντας κάτι διαφορετικό και φρέσκο ως υποψήφιο. Ο Τραμπ κέρδισε με τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων να έχουν γι’ αυτόν αρνητική γνώμη. Οι ανταγωνιστές του για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα ήταν ακόμη πιο ακραίοι ή ακόμη πιο ιδιόρρυθμοι ή παντελώς ασήμαντοι.

Τι συμβαίνει λοιπόν με τον χώρο της πολιτικής γενικά; Κατ’ αρχήν η πολιτική και κομματική δραστηριότητα δεν ελκύει τους ικανούς και επαγγελματικά καταξιωμένους. Αυτοί αναζητούν άλλους τομείς για να εκφραστούν και να εκπληρώσουν τις φιλοδοξίες τους. Η πολιτική απογυμνώνεται από ικανά στελέχη. Καθώς απογυμνώνεται, γίνεται ακόμη λιγότερο ελκυστική. Επειδή οι μέτριοι καταλαμβάνουν πλέον τα κόμματα, θέλουν να προστατεύσουν και να διαιωνίσουν την κυριαρχία της μετριότητάς τους. Κλείνουν λοιπόν τις πόρτες. Συνομιλούν με άλλους μικρόκοσμους και με τον εαυτό τους. Αναπαράγονται στον δικό τους κόσμο.

Ολα τα παραπάνω εμφανίζονται, στο πολλαπλάσιο, στη χώρα μας. Μετά την κατάρρευση των κομματικών πυλώνων της Μεταπολίτευσης και τη μάταιη αναζήτηση του «νέου», έχουμε γρήγορα κατασταλάξει στη σημερινή πραγματικότητα. Η πολιτική είναι πιο απαξιωμένη από ποτέ. Η κοινωνία εθίζεται στο τέλμα έχοντας πλέον εκδηλώσει συμπτώματα παραίτησης. Στις δημοσκοπήσεις κυριαρχεί το «κανένας» και η «αδιευκρίνιστη ψήφος». Σε όλους τους αρχηγούς κομμάτων, μικρών και μεγάλων, κυριαρχούν τα αρνητικά χαρακτηριστικά.

Προφανώς, στο σημερινό σκηνικό δεν υπάρχει ούτε υποψία διαθέσιμων ηγετών. Αυτό είναι εύλογο. Το ανησυχητικό όμως είναι πως οι κομματικοί ηγέτες είναι μόνο κατ’ όνομα κυρίαρχοι στον χώρο τους. Διότι οι πραγματικοί κυρίαρχοι, που δίνουν τον πολιτικό τόνο, είναι οι κομματικοί μικρόκοσμοι. Αυτούς υπολογίζουν οι αρχηγοί. Με αυτούς συμβιβάζονται. Αν ο νυν Πρωθυπουργός, μόλις αναλάμβανε την εξουσία, ξεκαθάριζε το εσωκομματικό του τοπίο και χάραζε μια στρατηγική ρεαλισμού και σύνεσης, θα ήταν σε θέση να κυριαρχήσει σε βάθος χρόνου στην ευρύτερη Κεντροαριστερά, που αποτελεί το ισχυρότερο εκλογικό ρεύμα. Παράλληλα, αν ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης συγκρουόταν με τις παθογένειες του κόμματός του, θα αποκτούσε ηγετική εικόνα και θα μπορούσε αξιόπιστα να ανοιχθεί στον μεσαίο χώρο, που κρίνει όλες τις εκλογές. Φυσικά, υπάρχει και το σίριαλ της «άλλης» Κεντροαριστεράς, που απλώς προκαλεί θλίψη.

Σε κάθε βήμα του ο Πρωθυπουργός κοιτάζει πίσω του ανήσυχος αναζητώντας ισορροπίες με τον κομματικό του μικρόκοσμο. Αντί να απευθυνθεί στην κοινωνία υπηρετώντας την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων της χώρας, πείθεται πως εκείνο που ζητάει ο μικρόκοσμος συμπίπτει με εκείνο που ζητά η κοινωνία. Ετσι λειτουργεί και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οταν τον χειροκρότησαν με ενθουσιασμό βουλευτές, καθώς ζητούσε άμεσες εκλογές, μοιάζει να πείστηκε ότι πλέον διασφάλισε την ηγετική του θέση, ενώ απλώς ικανοποίησε την αρένα του μικρόκοσμου.

Η κρίση κομμάτων και ηγεσιών είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για μια χώρα με «αποτυχημένο κράτος» (failed state), με αδύναμους θεσμούς ή θεσμούς που δεν λειτουργούν καν. Ούτε είναι τυχαίο ότι οι πιο σοβαροί παρατηρητές του φαινομένου Τραμπ υπήρξαν σχετικά καθησυχαστικοί για τις επιπτώσεις του, σημειώνοντας πως η Αμερική διαθέτει ισχυρούς διαχρονικούς θεσμούς, που ισορροπούν με την κεντρική εξουσία και την ελέγχουν. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις συγκροτημένες κοινωνίες, που έτσι κάπως προστατεύονται από ανεπαρκείς ηγεσίες και άρρωστους κομματικούς μικρόκοσμους.

Τι μπορούμε λοιπόν ρεαλιστικά να περιμένουμε, ως χώρα, στο πολιτικό πεδίο; Ελάχιστα πράγματα. Ακόμη και τώρα που θα έπρεπε να είχαν γίνει αντιληπτές οι τραγικές επιπτώσεις της απουσίας στοιχειώδους συναίνεσης, το τελευταίο που επιθυμούν μικρόκοσμοι και αρχηγοί είναι να ανακυκλώνουν την ακραία πόλωση. Η απουσία συναίνεσης έγινε πλέον κουλτούρα. Οι αρχηγοί δεν θα συγκρουστούν με το «σπίτι» τους για να το ξαναφτιάξουν. Βρίσκουν εκεί θαλπωρή. Οι μικρόκοσμοι θα συνεχίσουν να βασιλεύουν. Ούτε οι πόρτες τους θα ανοίξουν. Ούτε θα σπεύσουν οι ικανοί. Δεν αντέχουν άλλωστε τις τοξίνες των κομμάτων. Το κόστος για τη χώρα από το ανεπαρκές πολιτικό προσωπικό θα συνεχιστεί. Σωτήρες δεν θα εμφανιστούν. Θαύματα δεν θα γίνουν. Η μόνη ελπίδα που απομένει είναι να αποφύγουμε τα χειρότερα.

Ο Γιάννης Λούλης είναι πολιτικός αναλυτής, επικοινωνιολόγος και συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το «Η νέα πράξη της ελληνικής τραγωδίας», Εκδόσεις Καστανιώτη.

Βλ. www.johnloulis.gr για τις δημοσιεύσεις του.