Η κυβέρνηση, μετά την επική αναδίπλωση του 2015, επένδυσε πολιτικά σε ένα ριμέικ του success story. Την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, την ελάφρυνση του χρέους και την είσοδο της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση. Ηταν τέτοια η κεκτημένη επικοινωνιακή της ταχύτητα, που έσπευσε να πανηγυρίσει αμέσως μετά την απόφαση του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. Πριν καλά καλά διαβάσει το κείμενο. Οταν καταστάλλαξε ο κουρνιαχτός, αποδείχθηκε άνθρακας ο θησαυρός. Βραχυπρόθεσμα μέτρα, για ισχνή ελάφρυνση, στο μακρινό 2060. Οσο για ουσιαστική μακροπρόθεσμη ελάφρυνση του χρέους, καμιά κουβέντα μέχρι το 2018. Κι έτσι η κυβέρνηση έμεινε τελικά με τον μουντζούρη στο χέρι. Με την ανάληψη της υποχρέωσης για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, της τάξης του 3,5%, για αδιευκρίνιστη διάρκεια μετά το 2018.

Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση πρέπει να πειστεί το ΔΝΤ. Το Βερολίνο θέλει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά δεν δέχεται την προϋπόθεση της ελάφρυνσης του χρέους που θέτει το Ταμείο.

Το ΔΝΤ, από την πλευρά του, δεν θεωρεί την ελάφρυνση που δόθηκε αρκετή. Και δεν δέχεται τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που ζητά το Βερολίνο. Γιατί θεωρεί ότι η Ελλάδα, με τα συμφωνηθέντα μέτρα, δεν μπορεί να πιάσει πλεονάσματα της τάξης του 3,5%. Και ζητά επιπλέον μέτρα ύψους 4 δισ.

Η κυβέρνηση επέστρεψε στη συνταγή της πολιτικής λύσης. Αυτό και αν είναι εκ προοιμίου ένα κακό ριμέικ. Γιατί έχει μείνει πια χωρίς συμμάχους. Ο Ομπάμα αποχωρεί από τη σκηνή, ο Ολάντ δεν έχει πλέον καμιά επιρροή και ο Ρέντσι έχει αποχωρήσει ηττημένος. Και γιατί η Μέρκελ σε προεκλογική χρονιά δεν έχει περιθώρια για υποχωρήσεις στο ελληνικό ζήτημα ακόμη και να το ήθελε. Ο δε Σόιμπλε παραμένει πιστός στην καλβινιστική του λογική που λέει ότι αν χαλαρώσουν τα μέτρα, θα πάνε περίπατο οι μεταρρυθμίσεις.

Αυτή η κυβέρνηση αρνείται με πείσμα να αντιληφθεί ότι ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος της χώρας. Δεν το κατάλαβε το εξάμηνο της καταστροφικής της διαπραγμάτευσης, δεν το κατάλαβε και στη συνέχεια. Αγκομαχά να κλείσει δύο αξιολογήσεις σε δεκαέξι μήνες. Χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι είμαστε σε εποχή πλανητικής αστάθειας και οι διεθνείς συσχετισμοί επιδεινώνονται ραγδαία. Αντί να κλείσει τις οικονομικές εκκρεμότητες, παρακολουθεί να ανοίγουν και όλα τα εθνικά θέματα. Η χώρα, ακυβέρνητη, διολισθαίνει επικίνδυνα.

Η παροχολογία του Πρωθυπουργού υποδηλώνει και την αμφιθυμία του. Επιδιώκει ένα πλαίσιο συμφωνίας που δεν θα ξεπερνά τις πολιτικές αντοχές του κόμματός του. Πλεονάσματα της τάξεως του 2,5% και 1% να διοχετεύονται στην ανάπτυξη. Αλλιώς απειλεί με εκλογές. Με τη χώρα να βυθίζεται στο τέλμα, οι εκλογές δεν αποτελούν λύση πλέον, αλλά λύτρωση.

Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην υπουργός