Η απελευθέρωση της αγοράς τηλεπικοινωνιών, με την έλευση της κινητής τηλεφωνίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και το άνοιγμα σε ιδιώτες της σταθερής τηλεφωνίας στις αρχές της δεκαετίας του 2000, προκάλεσε ένα πρωτόγνωρο για τους έλληνες καταναλωτές ντόμινο μειώσεων τιμών που συνεχίζεται ώς τις μέρες μας. Εφερε νέες επενδύσεις στη συγκεκριμένη αγορά και έδωσε ευκαιρίες απασχόλησης σε χιλιάδες εργαζομένους. Σήμερα, το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με υποκινητή τους δανειστές, έχει αρχίσει να αποδίδει τους καρπούς του. Συντελείται και αυτό με έναν πόλεμο μειώσεων τιμών από τους ιδιώτες προς όφελος των καταναλωτών και με επενδύσεις στην παραγωγή και εμπορία ρεύματος. Αλλά και η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ έχει αναβαθμίσει τη θέση του Πειραιά στην παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά. Σε συνδυασμό μάλιστα με την ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και την αξιοποίηση του Θριάσιου δημιουργούν ισχυρές συνέργειες οι οποίες ενισχύουν τη θέση της χώρας ως διακομετακομιστικού κέντρου στην παγκόσμια σκακιέρα.

Τρεις διαφορετικές μορφές ιδιωτικοποιήσεων, η καθεμία από τις οποίες πολεμήθηκε σκληρά κάθε φορά από τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης ανεξαρτήτου χρώματος και από δυνάμεις στο εσωτερικό των κυβερνήσεων. Τρεις διαφορετικές ιστορίες ανάπτυξης με έναν κοινό παρανομαστή: την ανωριμότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος να οικειοποιηθεί τις συγκεκριμένες –εκ Βρυξελλών προερχόμενες –πολιτικές τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της υλοποίησής τους.

Πολιτικοί υπολογισμοί και ιδεοληψίες που στέρησαν από τη χώρα δυνατότητες και ευκαιρίες ανάπτυξης κατά τις περασμένες δεκαετίες εξακολουθούν και σήμερα να είναι τροχοπέδη. Και είναι οι λόγοι που η Ελλάδα παραμένει ακόμη βαθιά στο τούνελ της κρίσης παρά τα τρία συνεχόμενα Μνημόνια από το 2010. Ολο αυτό το διάστημα το ελληνικό πολιτικό σύστημα κέρδιζε το μετάλλιο της λιτότητας, όχι όμως και της ανταγωνιστικότητας. Εδινε στους δανειστές οριζόντιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις και υπερφορολογούσε εισοδήματα και κατανάλωση για να κερδίζει χρόνο αδράνειας σε ζωτικές για την οικονομία μεταρρυθμίσεις.

Κάπως έτσι κρίσιμοι τομείς της ελληνικής οικονομίας βρίσκονται σε τροχιά απαξίωσης ενώ θα μπορούσαν να είναι εστίες ανάπτυξης. Σχεδόν όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις έχουν ανάγκη από νέα κεφάλαια για να εκσυγχρονίσουν τις υποδομές τους και να επενδύουν στο μέλλον. Καλώς ή κακώς, αποδείχθηκε ότι το κράτος είναι κακός μάνατζερ και πολύ περισσότερο σήμερα που δεν διαθέτει τα κεφάλαια που απαιτούνται. Ούτε η ΔΕΗ ούτε τα λιμάνια ούτε άλλες μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν να αντεπεξέλθουν στους νέους καιρούς με τις ίδιες απαρχαιωμένες δομές και χωρίς νέους πόρους. Ηδη οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται σε οριακή οικονομική κατάσταση και απαιτούνται αποφάσεις για να βγουν από το τέλμα. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, ούτε η Ελλάδα θα πρέπει να ανακαλύψει το φεγγάρι. Τα ιδιωτικά κεφάλαια είναι η λύση.

Μπορεί με την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία να διασφαλίστηκε πολιτικά η παραμονή της χώρας στο ευρώ, το ερώτημα όμως εξακολουθεί να είναι ανοικτό στο επίπεδο της οικονομίας. Και η αλήθεια είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει κερδίσει ακόμη την ανταγωνιστικότητα που απαιτεί η παραμονή της στο ευρώ, όπως φροντίζει να μας υπενθυμίζει κάθε λίγο ο Σόιμπλε.