Το Μαξίμου πιέζεται. Πιέζεται από τις προκλήσεις του Ερντογάν, από τις αξιώσεις του ΔΝΤ και του Σόιμπλε και ενίοτε στη διαπραγμάτευση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Πιέζεται από τον χρόνο, από τη δύσκολη ευρωπαϊκή συγκυρία και από το γεγονός ότι οι σύμμαχοι του Αλέξη Τσίπρα εμφανίζονται πολιτικά αποδυναμωμένοι. Ο Ολάντ παραδίδει το Μέγαρο των Ηλυσίων αμαχητί και ο Ρέντσι ρισκάρει το πρωθυπουργικό του κεφάλι με το δημοψήφισμα της Κυριακής, που είναι αμφίβολο τι παρενέργειες μπορεί να έχει στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Στο πρωθυπουργικό γραφείο παρακολουθούν με αμηχανία τις εξελίξεις γύρω από το ιταλικό δημοψήφισμα. Αφενός, το αντικείμενό του συνδέεται με ένα εσωτερικό ζήτημα της χώρας, επομένως άλλες κυβερνήσεις δύσκολα μπορούν να συνασπισθούν γύρω από τον Ματέο Ρέντσι για να διαδηλώσουν για παράδειγμα κατά της λιτότητας. Αφετέρου, τα κόμματα της ιταλικής Αριστεράς έχουν τοποθετηθεί απέναντι στον Ρέντσι, κάτι που κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ διστακτικό και σε απόσταση από τις εξελίξεις στη γειτονική χώρα.

Το γεγονός πως το δημοψήφισμα στην Ιταλία διεξάγεται μόλις μία ημέρα πριν από το Eurogroup της Δευτέρας που θα ελέγξει την πορεία της δεύτερης αξιολόγησης, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα επηρεάσει τις ευρωπαϊκές αποφάσεις για την Ελλάδα. Αν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό για τον Ματέο Ρέντσι, τότε –εκτιμούν στο Μαξίμου –δύσκολα το Eurogroup θα βάλει στον πάγο το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης προκαλώντας ταυτόχρονη αποσταθεροποίηση σε δύο χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Αν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δικαιώσει τον Ρέντσι, τότε και πάλι η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά ότι θα βγει ωφελημένη από το Eurogroup σε μια Ευρώπη που επιθυμεί να κλείνει τα εσωτερικά της μέτωπα. Αυτή είναι η καλή ανάγνωση. Διότι η άλλη όψη ενός αρνητικού δημοψηφίσματος μπορεί να προκαλέσει τέτοιες παρενέργειες στην Ιταλία οδηγώντας ακόμη και σε ένα Μνημόνιο που θα αποσταθεροποιήσει περαιτέρω το τραπεζικό σύστημα της χώρας. «Τότε, ενδεχομένως κανείς δεν θα μιλά για την Ελλάδα και το πρόγραμμά της» σχολιάζουν κυβερνητικοί παράγοντες, που τρέμουν και μόνο στην ιδέα μιας τέτοιας εξέλιξης.

Οι συνθήκες πάντως, υπό τις οποίες θα πραγματοποιηθεί το Eurogroup της Δευτέρας, δεν είναι οι καλύτερες δυνατές. Η συγκεκριμένη κρίσιμη συνεδρίαση συμπιέζεται ανάμεσα σε δύο πολύ σημαντικά ευρωπαϊκά γεγονότα. Προηγείται το δημοψήφισμα της Ιταλίας και έπεται το συνέδριο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Μέρκελ, στο οποίο η καγκελάριος δεν θέλει να εμφανιστεί να έχει κάνει τα χατίρια στην Ελλάδα κλείνοντάς της την αξιολόγηση έτσι απλά, χωρίς εμπόδια.

Αλλωστε αίσθηση του Ευκλείδη Τσακαλώτου που θα εκπροσωπήσει την κυβέρνηση στο Eurogroup και την επομένη στο Ecofin είναι ότι ΔΝΤ και Γερμανία προσπαθούν να λύσουν τις διαφορές τους στις πλάτες της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση δεν εμφανίζεται απαισιόδοξη για την έκβαση της κρίσιμης συνεδρίασης. Προσβλέπει σε μία επί της αρχής συμφωνία και εκτιμά ότι ενδεχομένως σε ένα έκτακτο Eurogroup πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων θα μπορούσε να επιλυθούν όλες οι εκκρεμότητες, που ακόμη και σήμερα κρατούν τα δύο μέρη σε απόσταση. Δηλαδή, εργασιακά με αιχμή τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις ομαδικές απολύσεις, δημοσιονομικό κενό (φαίνεται ότι θα καλυφθεί) και ενεργειακά. Αυτό που απασχολεί ωστόσο το Μαξίμου είναι το να κερδίσει σαφείς αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους, ακόμη κι αν χρειαστεί να αφήσει προσώρας τα πρωτογενή πλεονάσματα για μετά το 2018 στο 3,5% προκειμένου να τα διαμορφώσει προς τα κάτω όταν θα κάνει αναθεωρήσεις –όπως προβλέπεται –στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα.

Το καλό σενάριο σύμφωνα με ανώτερη κυβερνητική πηγή, είναι να κλείσει η συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς τη Δευτέρα και με το ΔΝΤ να βάζει υποσημειώσεις –κάτι που σημαίνει αντιρρήσεις –αποδεχόμενο ωστόσο να προχωρήσει η διαδικασία της αξιολόγησης ώστε κάποια στιγμή μέσα στον Ιανουάριο να ολοκληρωθεί. Το δυσμενέστερο σενάριο –που δεν θεωρείται το πιο πιθανό –θέλει το ΔΝΤ, παρά τη διαπιστωμένη πολιτική συμφωνία ελληνικής κυβέρνησης και ευρωπαϊκών θεσμών, να στυλώνει τα πόδια και να μην αφήνει τη διαπραγμάτευση να εξελιχθεί χωρίς να έχει σαφή εικόνα για τα πρωτογενή πλεονάσματα για τα έτη 2019 και 2020, για την ελάφρυνση του χρέους ή χωρίς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να λάβει τώρα πρόσθετα προληπτικά μέτρα.

Αυτό το τελευταίο είναι ωστόσο κάτι που αποκλείεται κατηγορηματικά από το Μέγαρο Μαξίμου. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει πει στους συνεργάτες του πως δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να συναινέσει στη λήψη πρόσθετων μέτρων για τη μετά το πρόγραμμα εποχή. «Μέτρα δεν παίρνουμε ό,τι κι αν σημαίνει αυτό» εξηγούν πρωθυπουργικοί συνεργάτες που γνωρίζουν τα όρια του Μαξίμου.

Σπεύδουν πάντως να διευκρινίσουν ότι στον κυβερνητικό σχεδιασμό δεν υπάρχει πλάνο συζήτησης για εκλογές. Επομένως, ποιο θα είναι το Plan Β σε περίπτωση αποτυχίας ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης; Το Μαξίμου σε αυτή την κρίσιμη χρονική στιγμή δεν έχει απάντηση. Ξέρει όμως τι δεν πρόκειται να κάνει. Και αυτό είναι η προοπτική σχηματισμού οικουμενικής κυβέρνησης. Προοπτική που δεν υπάρχει σε κανένα σημείο του ορίζοντα της κυβέρνησης Τσίπρα.