Το βιβλίο του Τζον Μπάροου «Μια Ιστορία των Ιστοριών» (Τόπος) έχει ένα θέμα εκ πρώτης όψεως ακαδημαϊκό, αλλά στην πραγματικότητα εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό: πώς η ανθρωπότητα, ή τουλάχιστον το δυτικό τμήμα της, έβλεπε από εποχή σε εποχή το παρελθόν της, επομένως και το παρόν και γενικά την πορεία της στον χρόνο. Με άλλα λόγια, πώς αναδύθηκε σιγά σιγά η ιστορική συνείδηση μέσα από τον μύθο, τον θρύλο, τις θρησκευτικές δοξασίες και ποιες διαφορετικές μορφές πήρε στη συνέχεια. Εχουμε τόσο συνηθίσει να βλέπουμε το ιστορικό παρελθόν μέσα από ορισμένα σχήματα και σηματοδοτήσεις ώστε δεν συνειδητοποιούμε ότι αυτά είναι σχετικά πρόσφατα και πάντως πολύ μεταγενέστερα από τις εποχές στις οποίες αναφέρονται. Ο όρος «Αναγέννηση», για παράδειγμα, είναι προϊόν του 19ου αιώνα και η πολιτισμική ιδιαιτερότητα του φαινομένου εξετάστηκε για πρώτη φορά σοβαρά (και με μεγάλη πρωτοτυπία) από τον Μπούρκχαρτ. Ακόμη και ο ίδιος ο όρος «πολιτισμός» (civilisation) εμφανίστηκε μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα στη Γαλλία.

Ο Μπάροου παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστοριογραφίας εστιάζοντας σε συγγραφείς χαρακτηριστικούς για κάθε εποχή και κάθε τάση. Ξεκινάει από τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη (φυσικά) και φτάνει ώς τον τρέχοντα αιώνα, με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς στους ρωμαίους και πρωτοχριστιανούς ιστορικούς, τους χρονικογράφους του Μεσαίωνα, τους αρχαιοδίφες και ιστοριοδίφες των νεότερων χρόνων, την επαγγελματοποίηση της Ιστορίας ως επιστημονικού κλάδου κυρίως με τον Ράνκε κ.λπ. Δεν έχουν όλα τα κεφάλαια του βιβλίου του εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη, αλλά το περίτεχνο και γλαφυρό ύφος του, συχνά καρυκευμένο με βρετανικό χιούμορ και λεπτή ειρωνεία, κάνει την ανάγνωση απολαυστική.

Η ελληνική μετάφραση σέβεται σε γενικές γραμμές το ύφος του συγγραφέα, αν και υπάρχουν αρκετά σημεία όπου θα ήθελα να ανατρέξω στο πρωτότυπο. Εκείνο που με ενόχλησε ήταν κυρίως κάτι ονόματα Ρίτσαρντ Γ’, Χένρι Η’, Τζέιμς Α’, Τσαρλς Α’ κ.λπ., ενώ στα ελληνικά οι βασιλιάδες αυτοί είναι γνωστοί ανέκαθεν ως Ριχάρδος, Ερρίκος, Ιάκωβος, Κάρολος κ.ο.κ. Είναι πάγια παράδοση να εξελληνίζονται τα ονόματα ιστορικών ξένων ηγεμόνων και αντίστοιχη παράδοση υπάρχει στις άλλες γλώσσες. Δεν καταλαβαίνω τι κερδίζουμε με αυτόν τον νεωτερισμό, πολύ περισσότερο αφού η μεταφράστρια δεν τον εφαρμόζει, ως όφειλε, και σε ηγεμόνες άλλων χωρών πέραν της Μεγάλης Βρετανίας.

Αυτό μου δίνει την αφορμή να θίξω το ζήτημα του προϊόντος εξαγγλισμού των ξένων ονομάτων στις μεταφράσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια πρόκειται για επανεξαγγλισμό, αλλά για τον λόγο που μόλις ανέφερα (επιλεκτική εφαρμογή του νεωτερισμού) φαίνεται πως έχουμε και εδώ ένα σύμπτωμα αγγλομανίας. Αυτή αντανακλάται, αλλά και προάγεται, από το γεγονός ότι σχετικά λίγοι μεταφραστές από τα αγγλικά γνωρίζουν και κάποια άλλη ξένη γλώσσα, ώστε να είναι τουλάχιστον υποψιασμένοι, ενώ έχουν προφανώς και πολύ ισχνές ιστορικές γνώσεις. Τα αποτελέσματα είναι συχνά κωμικά. Ο κάιζερ Γουλιέλμος, για παράδειγμα, θα μπορούσε ίσως να αναφέρεται με το γερμανικό όνομά του (Βίλχελμ), όχι όμως ως κάιζερ Ουίλιαμ, όπως έχω δει σε αρκετές μεταφράσεις, μεταξύ των οποίων και σε αυτήν εδώ. Το ονομαστό Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα (ιδρύθηκε το 1348 από τον βασιλιά Κάρολο Δ’) το έχω δει γραμμένο ως «Πανεπιστήμιο του Τσαρλς», σαν να ιδρύθηκε πρόσφατα από κάποιον αμερικανό χορηγό!

Συναφής με αυτό το φαινόμενο είναι ένας αναθεωρητικός σχολαστικισμός στη φωνητική απόδοση ξένων ονομάτων, ιδίως αγγλοσαξονικών. Πέρα από την εκζήτηση (το «Κέ-ι-μπριτζ», για παράδειγμα, δεν είναι πιο κοντά στην αυθεντική αγγλική προφορά από ό, τι το καθιερωμένο Καίμπριτζ ή έστω Κέμπριτζ) έχουμε και ένα είδος αλλοτρίωσης διεθνών ονομάτων που προφέρονται απλώς λίγο διαφορετικά από γλώσσα σε γλώσσα. Για να δώσω το πιο πρόσφατο παράδειγμα, η «Τερίζα» Μέι έπαψε να είναι συνονόματη της μητέρας Τερέζας και κάθε διάσημης ή άσημης Τερέζας του πλανήτη. Ας ευχηθούμε ότι οι μεταφραστές από τα δανέζικα δεν θα έχουν κάποτε τη φαεινή ιδέα να μεταγράψουν τον (Χανς Κρίστιαν) Αντερσεν ως «Ενερσεν», όπως περίπου προφέρεται στη γλώσσα του.