Μια από τις βασικές προεκλογικές υποσχέσεις του νεοεκλεγέντος προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ήταν η μείωση της φορολογίας για τους εύπορους, ομάδας που συχνά έχει και υψηλή μόρφωση. Κι όμως, η πιο ενθουσιώδης υποστήριξη στον Τραμπ ήρθε από εκείνους με μεσαία ή χαμηλά εισοδήματα και περιορισμένη μόρφωση. Τι συμβαίνει;

Η νίκη του Τραμπ φαίνεται να βασίστηκε σε μια αίσθηση οικονομικής αδυναμίας ή φόβου απώλειας δύναμης, μεταξύ των υποστηρικτών του. Για εκείνους, το απλό σύνθημα «Ας κάνουμε την Αμερική μεγάλη πάλι», ακούγεται σαν «Ας κάνουμε εσάς μεγάλους πάλι». Εκείνοι κατανόησαν δηλαδή ότι θα δοθεί οικονομική ισχύς στους πολλούς, χωρίς να αφαιρεθεί κάτι από τους επιτυχημένους.

Οσοι υποφέρουν από τις επιπτώσεις της οικονομικής ανισότητας γενικά, δεν επιθυμούν κυβερνητικές πολιτικές που μοιάζουν με ελεημοσύνη. Συνήθως δεν θέλουν να γίνει το φορολογικό σύστημα πιο προοδευτικό, να επιβληθούν και άλλοι φόροι στους πλούσιους ώστε να λάβουν εκείνοι τα χρήματα. Η αναδιανομή αισθάνονται ότι τους υποτιμά. Είναι σαν να τους αποκαλεί κάποιος αποτυχημένους. Σαν να βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια σχέση εξάρτησης, που μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή.

Οι πάμφτωχοι μπορεί να δεχθούν ελεημοσύνη διότι δεν έχουν τίποτα άλλο να περιμένουν. Οσοι θεωρούν ότι ανήκουν στη μεσαία τάξη, όμως, δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο. Θέλουν τον έλεγχο της οικονομικής τους ζωής.

Στο πρόσφατο βιβλίο του «Φορολογώντας τους πλούσιους: μια ιστορία δημοσιονομικής δικαιοσύνης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη», ο Κένεθ Σιβ του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και ο Ντέιβιντ Στάσαβατζ του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης χρησιμοποιούν στοιχεία δύο αιώνων φορολόγησης και εισοδηματικής ανισότητας για να εξετάσουν τα αποτελέσματα σε 20 χώρες. Βρήκαν ότι ουσιαστικά δεν υπήρξε κάποια τάση στις κυβερνήσεις να κάνει τη φορολογία πιο προοδευτική όταν η ανισότητα προ φόρων αυξανόταν.

Η Κάθριν Κράμερ, συγγραφέας του βιβλίου «Η πολιτική της πικρίας» προσπάθησε να διερευνήσει το εκλογικό αποτέλεσμα στο Γουισκόνσιν, όπου όπως ο Τραμπ έτσι και ο κυβερνήτης Σκοτ Γουόκερ είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης. Αφότου εξελέγη το 2010 ο Γουόκερ μείωσε τους φόρους για τα υψηλά εισοδήματα, αρνήθηκε να αυξήσει τον ελάχιστο μισθό πάνω από την ομοσπονδιακή πρόβλεψη και απέρριψε τις ασφαλιστικές προβλέψεις του νόμου Ομπάμα για την υγεία, οι οποίες θα ωφελούσαν τους χαμηλόμισθους. Αντί για όλα αυτά, ο Γουόκερ υποσχέθηκε μέτρα που θα περιόριζαν τη δύναμη των συνδικάτων, κίνηση που συνήθως μειώνει τα εισοδήματα των εργατών.

Η Κράμερ μίλησε με εργάτες στις επαρχίες του Γουισκόνσιν, προσπαθώντας να κατανοήσει την υποστήριξή τους στον Γουόκερ. Εκείνοι έκαναν λόγο για τις αξίες της επαρχίας και της σκληρής δουλειάς, που τους γεμίζουν με περηφάνια. Τόνισαν όμως και την αίσθηση της αδυναμίας να αντιδράσουν εναντίον όσων θεωρούν ότι αδίκως έχουν προνόμια. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Γουόκερ –όπως και ο Τραμπ –εν μέσω της οικονομικής πτώσης εξέφρασε την οργή των ψηφοφόρων και την αντίδραση προς τους προνομιούχους των πόλεων, οι οποίοι –πριν από τον Γουόκερ –τους είχαν αγνοήσει και το μόνο που έκαναν ήταν να τους φορολογούν. Ηθελαν αναγνώριση και δύναμη. Και ο Γουόκερ τούς τα πρόσφερε.

Αυτοί οι ψηφοφόροι ανησυχούν και για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας στις θέσεις εργασίας και στα εισοδήματα. Πλούσιος γίνεται κάποιος που γνωρίζει από τεχνολογία και δεν ζει σε επαρχία του Γουισκόνσιν. Οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης αισθάνονται ότι χάνουν την οικονομική τους αισιοδοξία.

Ο Τραμπ μιλάει τη γλώσσα τους. Οι προτάσεις του όμως δεν δείχνουν, μέχρι στιγμής, λύσεις. Ούτε ο εμπορικός προστατευτισμός ούτε οι φόροι θα κρατήσουν θέσεις εργασίας στην Αμερική. Για να ικανοποιήσει τους ψηφοφόρους του ο Τραμπ θα πρέπει να βρει τρόπους να αναδιανείμει και τη δύναμη εκτός από το εισόδημα. Στη σημερινή οικονομία, όσοι δεν διαθέτουν δεξιότητες είναι δύσκολο να καταλάβουν πώς θα τους βοηθήσει ο Τραμπ.

Ο Robert Shiller τιμήθηκε το 2013 με το Νομπέλ Οικονομίας. Είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ