Κρύο δεν κάνει στην Ελλάδα. Κατά κανόνα. Γιατί στην Πέτρα του Ολύμπου, σε υψόμετρο 520, τα κρύα έχουν αρχίσει ήδη. Σε ένα φθινόπωρο τόσο θερμό όσο το φετινό, η θερμοκρασία πέφτει μέχρι και στους 5 βαθμούς.

Κανείς από τους Ελληνες της ομήγυρης, που έγιναν πριν από λίγες ημέρες δέκτες αυτής της μετεωρολογικής διαπίστωσης, δεν είχε καν ακουστά την Πέτρα. Εμαθαν την ύπαρξή της από τον Γερμανό της παρέας, που φρόντισε να τους πληροφορήσει ότι εκεί έχουν μεταφερθεί μερικές εκατοντάδες πρόσφυγες της φυλής Γεζίντι του Βόρειου Ιράκ. Οι συνθήκες της διαβίωσής τους στον καταυλισμό είναι εντελώς ακατάλληλες για τον χειμώνα. Θέρμανση σχεδόν δεν υπάρχει. Πρέπει να μεταφερθούν άμεσα, έλεγε ο Γερμανός.

Η συζήτηση ήταν ενδεικτική της γερμανικής ανησυχίας για το Προσφυγικό –που έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο στην ελληνική εσωτερική επικαιρότητα. Ηταν ταυτόχρονα ενδεικτική και του βαθμού εμπλοκής της Γερμανίας στα ελληνικά πράγματα.

Τα τελευταία έξι χρόνια οι Γερμανοί έχουν ακτινογραφήσει την Ελλάδα. Η ελληνική περιπέτεια έχει εγγραφεί ανεξίτηλα στην ατζέντα του Βερολίνου. Και αντιστρόφως: η Γερμανία για την ελληνική πολιτική ζωή είναι η νέα Αμερική. Συμβολικά και ουσιαστικά, η καγκελαρία είναι το κέντρο που επηρεάζει περισσότερο τα ελληνικά πράγματα.

Και η παλιά, αυθεντική Αμερική; Η Αμερική που θα κομίσει σε λίγα εικοσιτετράωρα στην Αθήνα ο Μπαράκ Ομπάμα; Τι ρόλο έπαιξε στην ελληνική κρίση; Και τι ρόλο θα παίξει η άλλη, η αγρίως επερχόμενη Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ;

Κανείς δεν είναι σε θέση να πει. Πρωτίστως διότι ούτε ο ίδιος ο εκλεγείς πρόεδρος μοιάζει να έχει κατασταλαγμένη γνώμη για την ελληνική περίπτωση. Οι τοποθετήσεις του για όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ήταν αποσπασματικές και θυμικές. Κανείς δεν μπορεί να πει τι από αυτές θα επιζήσει στη διακυβέρνηση Τραμπ.

Πάντως, στις προεκλογικές του νύξεις για την Ελλάδα ο Τραμπ περιέγραψε, με τον τρόπο του, μια ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα: Η Ελλάδα είναι γερμανικό πρόβλημα. Οι ΗΠΑ εξακολουθούσαν να παρεμβαίνουν στην ελληνική κρίση μέσω της επιρροής που ασκούν στο ΔΝΤ αλλά και απευθείας προς το Βερολίνο. Ο Λευκός Οίκος του Ομπάμα ενεργοποιήθηκε σε κρίσιμες στιγμές, με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2015, για να εξασφαλίσει την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Αλλά το πρόβλημα ήταν πρωτίστως της Γερμανίας.

Τώρα η πρόβλεψη είναι ότι η Ελλάδα θα είναι «πρόβλημα» όχι πρωτίστως, αλλά αποκλειστικά της Γερμανίας. Ο Τραμπ έχει κηρύξει την απόσυρση της Αμερικής σχεδόν από όλα τα ανοιχτά μέτωπα της διεθνούς σκηνής. Εχει πει ότι θα ζητήσει από τους συμμάχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ να πληρώσουν περισσότερα οι ίδιοι για την άμυνά τους. Εχει απειλήσει ότι θα σταματήσει τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ για τη Συνθήκη Ελεύθερου Εμπορίου. Θα ακυρώσει τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν. Θα αποσύρει την αμερικανική υπογραφή από τη συνθήκη του Παρισιού για το Κλίμα.

Ευρώπη χωρίς προστάτη

Ο ριζοσπαστικός απομονωτισμός του Τραμπ ολοκληρώνει αυτό που ήδη κάποιοι στην Ευρώπη αντιλαμβάνονταν ως έκλειψη της αμερικανικής προστασίας. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ήδη σχεδόν χωρίς βοήθεια τις συνέπειες των αμερικανικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή –την ισλαμική τρομοκρατία και τα προσφυγικά ρεύματα. Με τον Τραμπ, κινδυνεύει να μείνει μόνη απέναντι σε όλους, της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Αθήνα φαίνεται ότι θα στερηθεί ακόμη και αυτό το αποστασιοποιημένο, σε σχέση με το παρελθόν, ενδιαφέρον της αμερικανικής πλευράς. Η κυβέρνηση είχε υπερεπενδύσει στον αμερικανικό παράγοντα προσδοκώντας ότι θα μπορούσε να παίξει ρόλο καταλύτη για να επιτευχθεί η ρύθμιση του χρέους. Για το Μαξίμου η απόφαση του Ομπάμα να επισκεφτεί την Ελλάδα και διαδοχικά το Βερολίνο πριν από τέλος της θητείας του, σηματοδοτούσε τη βούληση της Ουάσιγκτον να πιέσει για διευθέτηση του χρέους πριν από το τέλος του χρόνου.

Ο χρόνος είναι πολύ κρίσιμος στο θέμα του χρέους. Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που βιάζεται για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους να παρουσιάσει αποτελέσματα στο μέτωπο αυτό. Αποφάσεις πριν από το τέλος του 2016 ζήτησε δημοσίως και ο Γιάννης Στουρνάρας. Οπως εξηγούσαν πηγές προσκείμενες στην Τράπεζα της Ελλάδος, το 2017 είναι εκλογικό έτος σε Γαλλία και Γερμανία. Αν η Ελλάδα δεν αποσπάσει τώρα ένα πλάνο ρύθμισης του χρέους, ποιος ξέρει σε ποια Ευρώπη θα κληθεί να το διαπραγματευτεί σε έναν – ενάμιση χρόνο;

Οι Γερμανοί πάντως επιμένουν να μη βιάζονται. Από τη μια, θέλουν πάση θυσία το ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Από την άλλη, αντιστέκονται στον όρο που βάζει το Ταμείο περί εξασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους. «Δεν έχουμε τίποτε να πούμε για το χρέος τώρα. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα που επείγει» είναι το μήνυμα που έστελναν γερμανικές πηγές στην Αθήνα.

Προσφυγικός «πυρετός»

Τον τελευταίο χρόνο φαίνεται ότι οι γερμανικές προτεραιότητες για την Ελλάδα έχουν αλλάξει. Η εκτέλεση του Μνημονίου βεβαίως απασχολεί, αλλά δεν φαίνεται να ανησυχεί τη γερμανική πλευρά. Διαπιστώνονται κάποιες δυσκολίες στη διαπραγμάτευση –όπως η μη εφαρμογή των ρυθμίσεων για τα κόκκινα δάνεια, ή τα μάλλον υποτιμημένα κονδύλια που η κυβέρνηση έχει προβλέψει στον προϋπολογισμό του 2017 για την επιδότηση του Ασφαλιστικού –αλλά δεν προβλέπεται εμπλοκή στη δεύτερη αξιολόγηση. Αντιθέτως, ακόμη και στο θέμα ταμπού της μεταρρύθμισης του εργατικού δικαίου εκφράζεται αισιοδοξία ότι «θα βρεθεί μια έξυπνη λύση», που και θα ικανοποιεί τα βασικά αιτήματα των δανειστών και θα επιτρέπει στην κυβέρνηση να ισχυριστεί ότι αποκατέστησε την ισχύ των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Ομως, η μεγάλη γερμανική αγωνία για το 2017 δεν είναι το πρόγραμμα της Ελλάδας. Είναι κυρίως το Προσφυγικό.

Το Προσφυγικό ενοχοποιείται για τις υψηλές επιδόσεις του AfD –της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία –σε όλες τις εκλογές που έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες στα γερμανικά κρατίδια. Αν υπάρχει απειλή τύπου Τραμπ για τη «βαρετή» γερμανική δημοκρατία είναι ακριβώς αυτό το ξενοφοβικό ρεύμα. Υπό αυτό το πρίσμα, ό,τι γίνεται στην Ελλάδα σχετικά με τους πρόσφυγες εκτιμάται ότι θα έχει ευθεία αντανάκλαση στην προεκλογική ατζέντα της Γερμανίας.

Η σουαβή «παιδαγωγός»

Πριν από τις εκλογές του 2013 –τις τρίτες κατά σειρά που κέρδισε –η Ανγκελα Μέρκελ βρισκόταν συνεχώς στη θέση να παρουσιάζει την Ελλάδα ως success story. Επρεπε να πείσει το εκλογικό της ακροατήριο ότι τα γερμανικά ευρώ δεν έπεφταν σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Στις εκλογές του 2017 φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσει πολύ πιο σοβαρές προκλήσεις. Οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο από μια τέταρτη επανεκλογή της στην καγκελαρία αντιμετωπίζεται αυτή τη στιγμή ως εξωπραγματικό.

Η Μέρκελ δεν έχει πια μόνο την ευθύνη της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής δύναμης. Ούτε μόνο την ευθύνη τής –ακρωτηριασμένης μετά το Brexit –Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν επιβεβαιωθούν οι φόβοι για εθνική περιχαράκωση των ΗΠΑ, η γερμανίδα καγκελάριος θα μείνει μόνη στη σκηνή της Δύσης.

Μόνη με έναν αμερικανό ομόλογο που φαίνεται να είναι το πολιτικό και ψυχολογικό αρνητικό της. Εκείνος είναι επιθετικός, παρορμητικός, θορυβώδης. Εκείνη αποφασίζει πάντα έπειτα από πολύ μακρά κυοφορία και επιλέγει πάντα τη βήμα προς βήμα προσέγγιση.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η Μέρκελ είναι, λένε, να «διαπαιδαγωγήσει» τον αμερικανό ομόλογό της. Να «εξημερώσει» τον δημαγωγό συνεργαζόμενη μαζί του, προσγειώνοντάς τον στο δυτικό κεκτημένο.

Αυτόν τον παιδαγωγικό ρόλο φαίνεται να τον αναδέχτηκε η ίδια από την πρώτη στιγμή, με τον διδακτισμό που εξέπεμπε υπόρρητα το συγχαρητήριο μήνυμά της προς τον Τραμπ. Στο μήνυμα αυτό του επεσήμανε ότι η σχέση της Γερμανίας με τις ΗΠΑ βασίζεται σε «κοινές αξίες» όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, ο σεβασμός του κράτους δικαίου και ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου.

Δεν θα είναι η πρώτη φορά που η καγκελάριος αναλαμβάνει τον ρόλο να «σωφρονίσει» έναν λαϊκιστή. Το δοκίμασε και το πέτυχε το 2015, ενσωματώνοντας στον ευρωπαϊκό κανόνα την πρώτη επιθετικά αντιευρωπαϊκή κυβέρνηση της ευρωζώνης.

Τώρα η πρόκληση είναι άλλου επιπέδου. Ο Τραμπ δεν ηγείται μιας χώρας της οποίας η οικονομική επιβίωση εξαρτάται άμεσα από τη γερμανική ισχύ. Αντιθέτως. Ηγείται μιας δύναμης της οποίας ο αμυντικός προϋπολογισμός είναι περίπου 17 φορές μεγαλύτερος –597 δισ. έναντι 34 δισ. –από τον αντίστοιχο γερμανικό. Αλλωστε, η Μέρκελ μπορεί να κατάφερε να «αφομοιώσει» τον Τσίπρα, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να ρυμουλκήσει στα ευρωπαϊκά στάνταρ τον Πούτιν. Ούτε έχει πετύχει ακόμη μια σταθερή σχέση με τον Ερντογάν.

Ρέκβιεµ για ένα όνειρο

Το βέβαιο είναι ότι η Αθήνα δεν έχει τίποτε απτό να περιμένει από την επίσκεψη Ομπάμα. Η Αθήνα μένει μόνη με το Βερολίνο σε όλα τα μέτωπα –στο χρέος, στο Προσφυγικό, στις επιπλοκές που το Προσφυγικό προκαλεί στις σχέσεις με την Τουρκία.

Ωστόσο η παρουσία του πρώτου αφροαμερικανού προέδρου, λίγο πριν από το τέλος της θητείας του, στην Ελλάδα έχει συμβολικό βάρος. Εχει τον συμβολισμό που ο ίδιος ήθελε να της δώσει πριν από την εκλογή Τραμπ, για το Προσφυγικό και τη Δημοκρατία, αλλά αντεστραμμένο. Δεν συμβολίζει τη βούληση της φιλελεύθερης Αμερικής να περιφρουρήσει τη μεταψυχροπολεμική τάξη. Συμβολίζει το τέλος της.