Αν νομίζετε ότι η μόνη έγνοια της κυβέρνησης της Τερίζα Μέι είναι πώς θα προετοιμαστεί ενόψει του Brexit, ξανασκεφτείτε το. Στην εποχή του Internet of Things, των δικτύων 4G και των smartphones, οι κυβερνοεπιθέσεις συνιστούν μία από τις μεγαλύτερες απειλές για ένα κράτος.

Ο Τζέιμς Μποντ το κατάλαβε νωρίς. Το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, όχι και τόσο. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Ψηφιακής Οικονομίας, δύο στις τρεις μεγάλες επιχειρήσεις στη Βρετανία επλήγησαν το περασμένο έτος από ηλεκτρονικές επιθέσεις οι οποίες κόστισαν 34,1 δισ. στερλίνες.

Σε μια προσπάθεια να θωρακιστεί απέναντι στις χάι-τεκ εισβολές, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να κηρύξει πόλεμο στους κυβερνοεγκληματίες που απειλούν τα δίκτυα, τις υποδομές και την εθνική της ασφάλεια, αποδεσμεύοντας κονδύλια ύψους 1,9 δισ. στερλινών τα οποία θα διατεθούν για την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας στον Κυβερνοχώρο 2016-2021. Είναι η πρώτη φορά που η Βρετανία διαθέτει για τον σκοπό αυτό τόσο μεγάλο ποσό, το οποίο υπερβαίνει ακόμη και τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την κυβερνοασφάλεια, που ανέρχεται στα 1,8 δισ. ευρώ (1,6 δισ. στερλίνες).

«Ξένοι παράγοντες αναπτύσσουν τεχνικές που απειλούν την ασφάλεια των εθνικών υποδομών και των συστημάτων ελέγχου της βιομηχανίας μας» είπε την Τρίτη ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ, προσθέτοντας ότι «η Βρετανία πρέπει να είναι σε θέση να προβαίνει σε αντίποινα της ίδιας μορφής εναντίον όσων εξαπολύουν κυβερνοεπιθέσεις».

Η ομιλία του υπουργού καλύφθηκε εκτενώς από τον βρετανικό Τύπο –σε κάποιες περιπτώσεις με μάλλον ανάλαφρη διάθεση: οι «Τάιμς» βάφτισαν τον Χάμοντ «κυβερνο-Φιλ» και «μαχητή του Ψυχρού Πολέμου», ερμηνεύοντας την αναφορά του περί «ξένου παράγοντα» ως αιχμή κατά της Ρωσίας, ενώ η «Ντέιλι Τέλεγκραφ» έγραψε σκωπτικά: «Κάποιες περιοχές της Βρετανίας είναι καλά προστατευμένες από το κυβερνοέγκλημα, πολύ απλά διότι οι ευρυζωνικές συνδέσεις εκεί είναι τόσο αργές που οι άνθρωποι δεν μπορούν να συνδεθούν με το Διαδίκτυο».

Ενδεικτική της κλιμάκωσης αυτών των επιθέσεων είναι η αποκάλυψη ότι επί έξι εβδομάδες κυβερνοεγκληματίες στοχοποιούσαν έως και 50.000 Βρετανούς την ημέρα στέλνοντας email τα οποία δήθεν προέρχονταν από την Εφορία και τους ζητούσαν να καταχωρίσουν προσωπικά δεδομένα με σκοπό να πάρουν επιστροφή φόρου. Παράλληλα, τρία δημόσια νοσοκομεία στη Βορειοανατολική Αγγλία αναγκάστηκαν να ματαιώσουν προγραμματισμένα χειρουργεία την Τρίτη έπειτα από επίθεση που δέχθηκαν τα υπολογιστικά τους συστήματα.

«Τον 18ο και 19ο αιώνα η Βρετανία άρχισε να συγκροτεί αστυνομικές μονάδες επειδή σημειώνονταν ληστείες κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων. Διακόσια χρόνια μετά, το φορτίο είναι πλέον ηλεκτρονικό. Η απειλή είναι πραγματική και η αλήθεια είναι ότι το ψηφιακό περιβάλλον δεν είναι ασφαλές» λέει στα «ΝΕΑ» ο σύμβουλος κυβερνοασφάλειας Ντέιβιντ Κλαρκ.

«Πολλές εταιρείες, ακόμη και μεγάλες επιχειρήσεις του δείκτη FTSE, είναι απροετοίμαστες απέναντι στις κυβερνοεπιθέσεις και την κλοπή δεδομένων. Λύσεις υπάρχουν, αλλά νομίζω ότι απαιτούνται πρωτοβουλίες από την κυβέρνηση. Χρειάζεται ειδική νομοθεσία ώστε να γίνει ασφαλής ο κλάδος της τεχνολογίας, ο οποίος πρέπει να ευθυγραμμιστεί με άλλες βιομηχανίες. Ουδείς, λόγου χάρη, αμφισβητεί ότι τα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα, τα τρόφιμα και τα κτίρια είναι ασφαλή» σημειώνει ο Κλαρκ, ο οποίος παρέχει τις υπηρεσίες του σε μεγάλες εταιρείες του Λονδίνου.

«Χάκερ θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν δεδομένα που περιέχονται σε εφαρμογές για να προκαλέσουν χάος. Αν, για παράδειγμα, αποκτήσουν πρόσβαση σε apps για την κυκλοφορία και πουν στους χρήστες ότι όλοι οι δρόμοι νότια του Τάμεση είναι κλειστοί, όλοι θα πάνε βόρεια προκαλώντας μπλακάουτ στην πόλη», είπε στην «Γκάρντιαν» ο εφευρέτης του Παγκόσμιου Ιστού Τιμ Μπέρνερς-Λι.

Οι Τζέιμς Μποντ της ψηφιακής εποχής

Το σχέδιο της βρετανικής κυβέρνησης περιλαμβάνει τη σύσταση μιας δύναμης κρούσης κατά των κυβερνοεπιθέσεων η οποία θα αποτελείται από 50 άτομα. Οι επίδοξοι χάκερ θα συμμετάσχουν το επόμενο έτος σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης στο Λονδίνο διάρκειας 10 εβδομάδων, θα υποβληθούν σε δοκιμασίες και ψυχομετρικά τεστ και στο τέλος θα επιλεγούν οι καλύτεροι οι οποίοι θα στελεχώσουν το σώμα. Προβλέπεται, ακόμη, η δημιουργία Μονάδας Ερευνας για την Ασφάλεια στον Κυβερνοχώρο και η χρηματοδότηση start-ups με στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας στα smartphones, τα tablets και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Πριν από λίγες ημέρες, επίσης, ιδρύθηκε στο Λονδίνο το Εθνικό Κέντρο Κυβερνοασφάλειας το οποίο αναμένεται να στελεχωθεί με 700 άτομα.