Πλάι στα γυμναστήρια, σε κεντρικότατους μάλιστα δρόμους, που οι τζαμαρίες τους επιτρέπουν να παρατηρείς, ώς την τελευταία μάλιστα λεπτομέρεια, τα πρόσωπα και τα σώματα ανδρών και γυναικών που κάνουν διάδρομο, ή νεαρών αλλά και μεσήλικων συχνά που ασκούνται υπό τα παραγγέλματα ενός γυμναστή, εμφανίστηκε τελευταίως και ένα άλλο αντίστοιχο θέαμα. Ανδρες και γυναίκες που φορώντας τα γνωστά γάντια του μποξ ασκούνται –πώς να το χαρακτηρίσει κανείς; –στο άθλημα της πυγμαχίας. (Δεν αποκλείεται να υπήρχε από παλιά αλλά να υπέπεσε πρόσφατα στην αντίληψή μας, αυτό όμως δεν αλλάζει σε τίποτε έναν προβληματισμό που θα μπορούσε να δημιουργηθεί στον καθένα)

Επειδή αντιλαμβάνεται κανείς πως μάλλον απορία και ίσως και απαρέσκεια –αν θα θέλαμε να είμαστε ειλικρινείς θα μιλούσαμε για απέχθεια –μας προκάλεσε το θέαμα, να δικαιολογηθούμε λέγοντας πως η αντίδραση αυτή στηρίζεται κυρίως στην απάντηση που είναι σίγουρο ότι θα εισπράτταμε αν ρωτούσαμε τον οποιονδήποτε, ή την οποιαδήποτε, γιατί επέλεξε να εκπαιδευτεί ως υποψήφιος πυγμάχος.

Μια απάντηση που θα ήταν περίπου η εξής: «Μαθαίνω πυγμαχία γιατί με τις τόσες απειλές που μας ζώνουν καθημερινά, ιδίως τις νυχτερινές ώρες, πρέπει να μάθει κανείς να προστατεύει τον εαυτό του». Είναι τόσο πειστική, σε πρώτη ανάγνωση, η απάντηση αυτή που φαίνεται να κλείνει οριστικά την απορία τού «γιατί» και πολύ περισσότερο να εμφανίζει ως κακοήθη τον άνθρωπο που εκφράστηκε με απαρέσκεια και απέχθεια για την εκπαίδευση στην πυγμαχία –έστω κι αν γίνεται με τρόπο δημόσιο, αφού οι τζαμαρίες που πίσω τους πραγματοποιείται είναι διαφανείς, με τρόπο δηλαδή που εκθέτει τον αθλούμενο.

Ομως –πάντα υπάρχει ένα «όμως» –όσο πειστική κι αν είναι μια σχετική απάντηση, εύλογο δεν θα ήταν να σκεφθεί κανείς ότι με το να μάθει να προστατεύει τον εαυτό του με την πυγμαχία δεν λύνει κανένα απολύτως πρόβλημα πέραν του προβλήματος της προσωπικής του ασφάλειας –κάτι βέβαια που δεν είναι λίγο. Και ότι μόνο αλλάζοντας και βελτιώνοντας κανείς τον εαυτό του, φροντίζοντας επίσης να κάνει το ίδιο και για τους άλλους, αυτομάτως κάθε πρόνοια για να αυτοπροστατευθεί θα γινόταν αν όχι περιττή, πάντως δευτερεύουσας σημασίας.

Μη δίνετε σημασία ακούγοντάς τους να σας λένε ότι «ώσπου να γίνει αυτό, είμαι υποχρεωμένος να φροντίζω τον εαυτό μου με όσα μέσα μπορώ να διαθέτω». Ενας άνθρωπος που μαθαίνει πυγμαχία είναι σαν να ομολογεί αμεσότατα ότι δεν τον ενδιαφέρει καθόλου, μα καθόλου, το να αλλάξει ο κόσμος. Και ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει τελικά είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να χρησιμοποιήσει όσα έμαθε εκπαιδευόμενος στην πυγμαχία. Ενδεικτικό και αυτό μιας κοινωνίας που έχει συνηθίσει να καταγγέλλει τη διαφθορά πολλαπλασιάζοντάς την.