Τολμηρό το φετινό Νομπέλ που δόθηκε προχθές στον Μπομπ Ντίλαν. Πολλοί λένε ότι δεν είναι αυτό Νομπέλ Λογοτεχνίας, η επιτροπή ωστόσο μιλάει για νέους τρόπους ποιητικής έκφρασης που επινόησε ο σπουδαίος τροβαδούρος.

Στο πρόσωπό του, όπως και να ‘χει, βραβεύεται μια ολόκληρη κατηγορία της τέχνης που, όσο να ‘ναι, θεωρούνταν πάντα παρακατιανή, νόθο παιδί της αληθινής ποίησης. Κι αυτό παρόλο που το τραγούδι, στο οποίο ο στίχος παίζει δεσπόζοντα ρόλο, πετυχαίνει τον ποιητικό στόχο με πολύ καίριο τρόπο και, βέβαια, σε πολύ περισσότερες ψυχές –αλλά αυτό δεν είναι εδώ το θέμα μας.

Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι για πολλούς τραγουδοποιούς έχουν γραφτεί διδακτορικά –ο Γάλλος Ζορζ Μπρασένς λ.χ. αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας, ενώ για τον ίδιο τον Ντίλαν έχει ειπωθεί ότι πρόκειται για «ποίηση προορισμένη για το αφτί» και ότι «ο λόγος του εγγράφεται σε μια παράδοση που ανάγεται στον Ουίλιαμ Μπλέικ». Μόνο ένα άλλης τάξης πρόβλημα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς: ότι τέτοιο βραβείο δεν μπορεί παρά να δοθεί μία μόνο φορά. Και σίγουρα αδικούνται άλλοι καλοί τραγουδοποιοί, ιδίως οι μη αγγλόφωνοι.

Είναι πιο εύκολο λ.χ. να μεταφραστεί ο Σεφέρης ή ο Ελύτης σε άλλη γλώσσα, έστω και αν η ποίηση δεν μεταφέρεται ποτέ ολοκληρωμένα σε άλλη γλώσσα, παρά για παράδειγμα ο Διονύσης Σαββόπουλος. Γιατί στο τραγούδι ο στίχος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη δεδομένη μουσική του. Χαλάλι όμως.

Για την ιστορία να πούμε ότι στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει οι στίχοι του Μπομπ Ντίλαν σε μετάφραση του Γιώργου – Ικαρου Μπαμπασάκη («Τραγούδια 1962-2001», εκδ. Ιανός), αλλά και η αυτοβιογραφία του Ντίλαν με τίτλο «Η ζωή μου» (Μεταίχμιο), που βέβαια ανατυπώνεται αυτές τις μέρες.