Καλύτερα να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους, με ώρα και τόπο τέλεσής τους. Ετσι κι αλλιώς το κυριότερο και πιο χαρακτηριστικό τους συστατικό μάς διαφεύγει πάντα, ας δίνονται επομένως όσο γίνεται περισσότερα στοιχεία μήπως αναλογιζόμενοι το τι ακριβώς συμβαίνει μετριάσει στο μέλλον τις προϋποθέσεις για να επαναληφθεί κάτι που καταγγέλλεται. Εδώ στη γειτονιά μας, στα «ΝΕΑ», στη στάση του μετρό Ιλίσια, από την πλευρά των νοσοκομείων Αιγινήτειο και Αλεξάνδρα, με τα τρία-τέσσερα φαγάδικα επί της Βασιλίσσης Σοφίας και της διασταυρούμενης μαζί της Διονυσίου Αιγινήτου.

Την περασμένη Πέμπτη, μία το μεσημέρι, ώρα δηλαδή που δεν έχει κουρντιστεί ακόμη καλά ο οποιοσδήποτε, ό,τι και αν έχει αντιμετωπίσει από το πρωί, ώστε να επείγεται να βγάλει στην επιφάνεια τον ψυχικό του βόρβορο. Ο ήλιος λάμπει, τα δέντρα της λεωφόρου καθώς και του παρακείμενου αντικριστά αλσυλλίου που πλαισιώνει το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου αναδίδουν υπέροχα φιλτραρισμένο το φως του Οκτωβρίου. Ενα αεράκι φαίνεται να απαλύνει ακόμη και τα πιο τραχιά πρόσωπα που διασταυρώνεσαι μαζί τους –όλα παίζουν τον ρόλο τους ώστε να μη θέλει κανείς μπροστά στα μάτια των άλλων να κυλιστεί στον βούρκο.

Λάθος. Οσο περισσότεροι είναι οι μάρτυρες τόσο φαίνεται να μεγαλώνει η ηδονή –όχι πάντα, αλλά πολλές φορές –να δείξει κανείς πόσο σκάρτος και χυδαίος είναι. Στο μέρος που ήδη περιγράψαμε, στην έξοδο ακριβώς του μετρό, υπάρχει καλά στερεωμένος ένας κάδος σκουπιδιών. Ηδη ένας ρακένδυτος, οστεώδης, με μακριά γένια ανακινεί και με τα δυο του χέρια το περιεχόμενο του κάδου. Χωρίς κανείς περαστικός να δίνει την παραμικρή σημασία.

Ισως κάποτε να έδινε, τώρα όμως η σκηνή αυτή μοιάζει με μια εικόνα ενσωματωμένη στον ρυθμό της πόλης τόσο φυσιολογικά όσο αφύσικη θα φαινόταν κάποτε.

Κανείς δεν φαίνεται να σκέφτεται µε αφορμή το γεγονός αυτό ότι όλοι μας όσο είμαστε μέρος μιας φυσικής εξέλιξης άλλο τόσο είμαστε κομμάτι μιας αφύσικης τάξης. Στο μεταξύ, ο ρακένδυτος, οστεώδης, με τα μακριά γένια άνδρας εξακολουθεί να ανακινεί το περιεχόμενο του κάδου, όταν ένας σαρανταπεντάρης κοντόχοντρος και βλοσυρός, σάμπως να είχε προσβάλει την αισθητική του η όλη εικόνα, πετάει από κάποια απόσταση –μην τυχόν και δεν γίνει αντιληπτή η κίνησή του –στο στόμιο του κάδου μια σακούλα με τα υπολείμματα όσων είχε καταναλώσει, ντερλικώσει θα ήταν το ρήμα που θα του ταίριαζε, σαν να πρόσταζε τον ταλαίπωρο «αναδιφητή»: «Ψάξε κι αυτή τη σακούλα μήπως και βρεις κάτι που σου χρειάζεται».

Το εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι από τους τρεις-τέσσερις που πρόσεξαν τι ακριβώς συνέβη –ανάμεσά τους κι εμείς –κανείς δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να επέμβει, να επιπλήξει τον άνθρωπο που ασχημόνησε με τον τρόπο αυτόν. Δεν μπορείς όμως να μην αναρωτηθείς: Τι διαγράφεται απειλητικότερο και πιο τρομακτικό ως προοπτική για την ανθρωπότητα; Μια συμπεριφορά που σε αποκαλύπτει δημόσια ως υπάνθρωπο και ζώο ή μια απάθεια ότι όπως έχει γίνει ο κόσμος μας πρόκειται για κάτι φυσικό και αναμενόμενο να σε λογαριάζουν ως άξιο για περιφρόνηση και προσβολή, επειδή δεν ντρέπεσαι να δείχνεις ότι πεινάς;