Το πρώτο ραντεβού που ζήτησε κι έκανε ο Αλέξης Τσίπρας το πρωί της περασμένης Πέμπτης στο Μαξίμου ήταν με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ο υπουργός Οικονομικών είχε βρεθεί στην Ηρώδου του Αττικού για τις ανάγκες κυβερνητικής σύσκεψης και την προηγουμένη –μέρα που η κυβέρνηση σχεδόν πανηγύρισε διαπιστώνοντας πως τα έσοδα του Σεπτεμβρίου υπερέβησαν τους στόχους. Ομως ο Πρωθυπουργός ήθελε να συναντήσει και πάλι τον Τσακαλώτο προτού εκείνος αναχωρήσει για την Ουάσιγκτον για τη φθινοπωρινή Σύνοδο του ΔΝΤ, ώστε να καθορίσουν από κοινού την ελληνική γραμμή. Αναμενόμενο. Η αντίστοιχη εαρινή εμπειρία του οικονομικού επιτελείου από τη συνέλευση του Ταμείου αποδείχτηκε τουλάχιστον τραυματική για την κυβέρνηση, η οποία την ώρα που πάσχιζε να κλείσει την πρώτη αξιολόγηση βρέθηκε αντιμέτωπη με το εφιαλτικό αίτημα για λήψη πρόσθετων προληπτικών μέτρων ύψους 3,2 δισ. ευρώ. Ιδέα που έπειτα από πολυήμερες διαπραγματεύσεις μετεξελίχθηκε στον περίφημο κόφτη δημοσιονομικής διόρθωσης.

Σ’ αυτήν τη Σύνοδο του ΔΝΤ η κυβέρνηση επιθυμεί να διερευνήσει τις πραγματικές προθέσεις του Ταμείου για τον ρόλο του στο ελληνικό πρόγραμμα. Το Μαξίμου αξιολογεί αυτή την εξέλιξη ως κομβική, καθώς από την επιλογή του Ταμείου θα εξαρτηθεί εν πολλοίς και η απόφαση για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Ο Τσακαλώτος έφτασε στην Ουάσιγκτον με τη διπλή οδηγία να κατανοήσει τι σκοπεύει να κάνει το ΔΝΤ και να πιέσει τους συνομιλητές του για άμεση λύση στο ζήτημα του χρέους.

Θα μείνει λοιπόν ή θα φύγει το ΔΝΤ; Η αλήθεια είναι πως το Ταμείο θα παραμείνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο ελληνικό πρόγραμμα, είτε αυτό αρέσει είτε δεν αρέσει στο Μαξίμου. Είτε το θέλει είτε όχι το Βερολίνο. Την παρουσία του ως τεχνικού συμβούλου επιβάλλει το καταστατικό του ESM με το οποίο η κυβέρνηση υπέγραψε τη συμφωνία του καλοκαιριού του 2015 για δανεισμό ύψους 86 δισ. ευρώ. Αρα η Ντέλια ήρθε για να μείνει. Τουλάχιστον ώς το καλοκαίρι του 2018.

Από την άλλη, ούτε η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει σαφές εάν προτιμά την παραμονή του ΔΝΤ με λεφτά ή την παραμονή του στο πρόγραμμα απλώς με ρόλο συμβούλου. Διότι, όπως παραδέχονται κυβερνητικές πηγές, η διατήρηση της παρουσίας του ΔΝΤ ενισχύει μεν τις πιέσεις για εξεύρεση λύσης στο χρέος, αλλά από την άλλη μεγεθύνει τις αξιώσεις των εκπροσώπων του Ταμείου για ένα ακόμη πιο σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Εμπρος γκρεμός και πίσω γκρεμός.

ΤΡΕΙΣ ΔΡΟΜΟΙ. Επιπλέον, στο εσωτερικό της κυβέρνησης υπάρχουν διαβαθμίσεις ως προς τον προσδιορισμό του ρόλου του ΔΝΤ απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, που έχει και την κεντρική ευθύνη της διαπραγμάτευσης, θα προτιμούσε να δει το ΔΝΤ να μπαίνει στο πρόγραμμα βάζοντας αυτή τη φορά λιγότερα λεφτά. Σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως εξηγεί στους συνομιλητές του, ο ESM θα μπορούσε να εξαγοράσει το παλιό χρέος του ΔΝΤ και το Ταμείο, έχοντας συνεισφέρει οικονομικά με πιο μικρό δάνειο, να μετριάσει την αυστηρότητα των κριτηρίων του για τη μορφή του προγράμματος. Η δεύτερη προτίμηση του υπουργού Οικονομικών, που είναι και η πιο διαδεδομένη ως προς την αποδοχή της από την κυβέρνηση, είναι να αποχωρήσει το ΔΝΤ, ήτοι να παραμείνει μόνο ως τεχνικός σύμβουλος. Αρα δεν θα μπορεί να επιβάλει τις απόψεις του. Κυβερνητικά στελέχη αναφέρουν πως αυτό ίσως αποδειχθεί το καλύτερο σενάριο για τη στρατηγική που εμφανίζει τους έλληνες διαπραγματευτές να απομονώνουν τις απόψεις του ΔΝΤ, επηρεάζοντας προς τη δική τους πλευρά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η τρίτη εκδοχή, που για την κυβέρνηση αποτελεί και τη worst case, είναι να μη ληφθεί καμία απόφαση τώρα, η κατάσταση να σύρεται με ασάφεια και με βάση αυτό το δεδομένο να μη ληφθεί απόφαση ούτε για το χρέος. Μια τέτοια εξέλιξη θα εξυπηρετούσε ασφαλώς τη γερμανική πλευρά που μεταθέτει τη συζήτηση για το ελληνικό χρέος επ’ άπειρον, επιδιώκοντας να αποτρέψει οποιαδήποτε πολιτική ή κοινωνική αναστάτωση πριν από τις εθνικές εκλογές, που προσδιορίζονται για το φθινόπωρο του 2017.

Μια απόφαση του ΔΝΤ για συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα περί τα τέλη του 2017 θα ήταν περίπου καταστροφική για την ελληνική κυβέρνηση. Τον Ιούλιο του 2018 λήγει επισήμως το τρίτο Μνημόνιο, επομένως η επισημοποίηση της συμμετοχής του ΔΝΤ μόνο για το τελευταίο οκτάμηνο δεν θα επέφερε κανένα όφελος για την ελληνική πλευρά. Η κυβέρνηση πιέζει για εδώ και τώρα λύση, γνωρίζοντας ότι μολονότι μπορεί να αποσπάσει πολύ λιγότερα οφέλη για το χρέος, θα είναι σε θέση να ασκήσει πιέσεις προς την ΕΚΤ για ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Αφού προηγουμένως η ΕΚΤ συντάξει τη δική της έκθεση βιωσιμότητας.

Η κυβέρνηση ποντάρει στην εκτίμηση πως προκειμένου το ΔΝΤ να αποδώσει την Debt Substantial Analysis (DSA), δηλαδή την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, θα απαιτήσει να γνωρίζει από τους θεσμούς ποια είναι τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που προσδιορίζουν για την ελάφρυνσή του. Στο EuroWorking Group που έγινε αρχές Σεπτεμβρίου, ο Τόμας Στέφαν, δηλαδή ο αντίστοιχος γερμανός Χουλιαράκης, υποστήριξε ότι το θέμα του χρέους θα αντιμετωπιστεί μετά το 2018. Τότε όμως κάποιοι εκπρόσωποι των θεσμών, ακόμη και ο σκληρός Τόμας Βίζερ, αντέτειναν πως αυτό δεν μπορεί να συμβεί γιατί αλλιώς θα είναι αδύνατη η σύνταξη της έκθεσης του ΔΝΤ.

Σύμφωνα πάντως με τον προγραμματισμό, η Βελκουλέσκου θα παραμείνει στην Αθήνα γι’ αυτό τον σκοπό και μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.