«Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία» λέει ένα παλιό τραγούδι, που τους στίχους του είχε γράψει η άδικα λησμονημένη πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας Κωστούλα Μητροπούλου. Αν κάθε δρόμος λοιπόν έχει τη δική του ιστορία, φαντάζεται κανείς πόσες ιστορίες θα είχαν να διηγηθούν όλοι οι δρόμοι μιας πόλης. Ή ένας μόνο δρόμος, αν ο δρόμος αυτός συνέβαινε να είναι, για παράδειγμα, η Πατησίων. Πρόκειται όμως για κάτι –τις ιστορίες που θα είχαν να μας διηγηθούν οι δρόμοι –που δεν το σκεφτόμαστε ενώ τους διερχόμαστε καθημερινά, σάμπως και ό,τι συμβαίνει μέσα τους ν’ αφορά ένα σκηνικό που στήθηκε λίγο πριν τους διασχίσουμε.

Οπως άλλωστε και με την ίδια μας τη ζωή, άλλη σχέση έχουμε μαζί της όταν είμαστε ανάμεσα στους άλλους κι άλλη όταν την αναπολούμε μόνοι μας μέσα σ’ ένα δωμάτιο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους δρόμους. Και η πολυθόρυβη Πατησίων, όπως επιμένουμε όλοι μας να αποκαλούμε την 28ης Οκτωβρίου, μπορεί να λάμψει κάποια στιγμή μέσα μας ως κάτι που μας σημάδεψε βαθιά, ενώ η πραγματικότητά της μας άφηνε αδιάφορους, μας εκνεύριζε, μας άγχωνε.

Με σπανιότατες βέβαια εξαιρέσεις, όπως αυτή που ζήσαμε την περασμένη Τετάρτη, στις 2 το μεσημέρι, στην έξοδο προς την Πατησίων –επιμένουμε –από την οδό Γλάδστωνος. Ενας νεαρός καθόλου ταλαιπωρημένος ή εμφανώς αναγκεμένος, αντίθετα λάμπει από νιάτα και ομορφιά, ζωηρός, σπρώχνει ένα καροτσάκι μ’ έναν ηλικιωμένο που, με κινητικά προβλήματα ή με πλήρη αναπηρία, το πρόσωπό του φαίνεται να το έχει χαρακώσει η αγωνία μιας μάλλον μόνιμης καθήλωσης. Ο νεαρός με μια έκφραση που δεν τον δείχνει να κάνει κάτι καταθλιπτικό, δημιουργεί γύρω του μια ατμόσφαιρα, τόσο για τον άνθρωπο που κάθεται στο καροτσάκι όσο και για τους πέντ’-έξι περαστικούς που συμβαίνει τη στιγμή εκείνη να τους περιβάλλουν, σχεδόν χαρούμενη.

Μιλάει, γελάει και αν θα τύχαινε να κοντοσταθείς για όση ώρα συνέχιζαν να παραμένουν μέσα στο οπτικό σου πεδίο, θα παρατηρούσες μια κίνηση που για δευτερόλεπτα έμοιαζε να μεταμορφώνει την Πατησίων σε όλο της το μήκος: ο νεαρός έσκυψε και φίλησε στο μάγουλο τον καθηλωμένο στο καροτσάκι άντρα, τρυφερά, παιχνιδιάρικα σχεδόν, όπως θα το έκανε για τον οποιονδήποτε θα τον πληροφορούσε για κάτι ευχάριστο. Αισθανόσουν πως με το φιλί δεν ήθελε να παρηγορήσει, να μειώσει το άλγος, να κάνει τον βασανιζόμενο –ισόβια ενδεχομένως –να ξεχαστεί. Το φιλί δινόταν ως έκφραση ευγνωμοσύνης για ένα δώρο που του είχε γίνει, ήταν σαν να βεβαίωνε ο νεαρός πως οτιδήποτε κι αν προέκυπτε στη ζωή του δεν θα το αντάλλασσε σε καμία περίπτωση με την ευτυχία που μπορεί να σημαίνει το να σπρώχνεις ένα καροτσάκι.

Ο νεαρός της Πατησίων και Γλάδστωνος –και είναι βέβαιο ότι δεν το συνειδητοποιούσε –θεμελίωνε με τη συμπεριφορά του τον μόνο πραγματικό πολιτισμό: μόνον όταν ιδιοποιείσαι τις ανάγκες των άλλων εκφράζοντάς τες ως προσωπικές σου επιθυμίες υπάρχει η προοπτική να αλλάξει προς το καλύτερο ο κόσμος.