Η αναμόρφωση του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο σημαντικό ζήτημα από ό,τι ήταν ο πολιτικός γάμος τη δεκαετία του 1980, η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες αργότερα ή το σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών πρόσφατα. Ανήκει στην κατηγορία θεμάτων που οι «ρεαλιστές» θεωρούν ότι δεν επείγουν και δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να τεθούν –ποτέ δεν είναι. Ανήκει, δηλαδή, στα ζητήματα που εμπίπτουν στο δόγμα της εθνικής κωλυσιεργίας, με τελειότερη διατύπωσή του την πάνδημη ρήση «έλα μωρέ, αυτό είναι τώρα το πρόβλημα;».

Η δημοκρατία όμως φτιάχτηκε ακριβώς για τα «έλα μωρέ» προβλήματα, γι’ αυτά που καθορίζουν την ποιότητα του πολιτισμού μιας κοινωνίας, την ποιότητα των ανθρώπων της, της ατομικής ζωής τους, της συμβίωσής τους και των συνεργειών τους. Φτιάχτηκε για να κάνει την κοινωνία τόσο ανοιχτή και ευέλικτη όσο χρειάζεται για να αναγνωρίζει τις καινούργιες αναγκαιότητες που προκύπτουν από αυτόνομες μεταβολές στους ίδιους τους κόλπους της και από την αλληλεπίδρασή της με τον έξω κόσμο. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι σε μια δημοκρατία οι πιο διορατικές και δραστήριες διευθυντικές ελίτ παίρνουν θεσμικές ή άλλες πρωτοβουλίες που μπορεί να μην είναι πάντοτε αποκρυσταλλωμένα αιτήματα του κοινωνικού συνόλου, αλλά γίνονται γρήγορα αποδεκτές, γιατί καταργούν εμπόδια για την ελεύθερη ανάπτυξη των κοινωνικών δυνάμεων και διευρύνουν τον ορίζοντα των πολιτών.

Μια κοινωνία πρέπει να είναι άξια της δημοκρατίας και η ελληνική κοινωνία, όση κριτική και αν της ασκούμε, έχει δείξει επανειλημμένα ότι είναι. Ο πολιτικός γάμος δεν ήταν λαϊκό αίτημα, αλλά τριάντα και κάτι χρόνια μετά τη θέσπισή του σχεδόν οι μισοί Ελληνες παντρεύονται με αυτόν τον τρόπο και έχουν λόγους που το κάνουν. Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μάζεψε πριν από δεκαέξι χρόνια τρία εκατομμύρια υπογραφές και ένα εκατομμύριο κόσμο στο Σύνταγμα για το θέμα των ταυτοτήτων, αλλά κανένας δεν θρηνεί σήμερα επειδή δεν έγινε το δικό του. Το σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων δεν πυροδότησε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας στην ομοφοβική, υποτίθεται, κοινωνία μας, το ψήφισαν μάλιστα ακόμη και δύο βουλευτές των ΑΝΕΛ.

Το κύριο επιχείρημα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας στη διαμάχη για τη μετατροπή των Θρησκευτικών από ομολογιακό σε θρησκειολογικό μάθημα είναι ότι η Ορθοδοξία είναι άρρηκτα δεμένη με τον Ελληνισμό. Ως ιστορική διαπίστωση αυτό είναι σωστό, όσο σωστό είναι ότι ο Ελληνισμός συνδέεται άρρηκτα με τους Αρβανίτες ή με το εμπόριο και τη θάλασσα. Αλλά ως αξίωση ταύτισης και υπαινιγμός καθαρά ευεργετικής επίδρασης είναι ένα εξοργιστικό ψέμα. Ο Ελληνισμός πορεύθηκε για περισσότερο από το μισό της έως τώρα ιστορικής διαδρομής του χωρίς Ορθοδοξία, χωρίς καν χριστιανισμό. Η Εκκλησία κατέστρεψε τα αρχαία μνημεία του, κατέπνιξε τα πρώτα σπέρματα εθνικής συνείδησής του (βλ. Γεμιστός-Πλήθων) και πολέμησε λυσσωδώς τους προδρόμους της εθνικής χειραφέτησής του (Διαφωτιστές, Ρήγας).

Η μία και αναμφισβήτητη θετική συμβολή της, ως θεσμού, στην ιστορία του Ελληνισμού είναι ο ρόλος της στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας, αν και για λόγους που δεν είχαν καμία σχέση με ελληνοφροσύνη. Σε όλα τα ζητήματα που είχαν να κάνουν με πολιτειακές και πολιτικές λειτουργίες, με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, με την προαγωγή της παιδείας ο ρόλος της δεν ήταν απλώς συντηρητικός, ήταν αντιδραστικός. Η συντηρητική Καθολική Εκκλησία είναι άρρηκτα δεμένη με την ιστορία καλλιτεχνικών καινοτομιών, φιλοσοφικών συστημάτων, λαμπρών εκπαιδευτικών θεσμών και μερικών επιστημών. Η δική μας κατέστειλε όποια σκιρτήματα πρωτότυπης φιλοσοφικής ή επιστημονικής σκέψης υπήρχαν στο Βυζάντιο, φυλάκισε τον Θεόφιλο Καΐρη, κυνήγησε τον Δελμούζο και αντιδρά μέχρι σήμερα στη διδασκαλία του δαρβινισμού (επιστημονικού δεδομένου πια και όχι απλώς θεωρίας) στα σχολεία.

Πολλά πράγματα στην Ορθοδοξία με γοητεύουν. Αλλά δεν βρήκα τίποτε από αυτά στο μάθημα των Θρησκευτικών και δεν θα μπορούσα να βρω, γιατί δεν έχουν σχέση με μια χωρίς πνευματικούς χυμούς κατήχηση. Πιστεύω μάλιστα ότι ένα τέτοιο μάθημα σκοτώνει τη θρησκευτικότητα. Αλλά ενδιαφέρεται άραγε η Εκκλησία μας για τη θρησκευτικότητα;