Με τις ανεπάρκειεςτου εγχώριου πολιτικού συστήματος να «πνίγουν» τον δημόσιο διάλογο,ξεχνάμε πως η ρευστότητα στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη προκαλεί τεκτονικέςανακατατάξεις.

Η Ευρώπη –διαχρονική κοιτίδα σκέψης και πολιτικών ρευμάτων –δενμοιάζει να βρίσκει λύσεις στα καθημερινά προβλήματα των πολιτών της και ως εκ τούτου βιώνει μια ανεπανάληπτη κρίση οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής φυσιογνωμίας.Κρίση που είναι σύμφυτη με την κρίση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας.

Στην Ευρώπη η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών (σοσιαλδημοκρατικών) δυνάμεων ήταν, σύμφωνα με μια οπτική,γύρω από τον ορισμό τηςασφάλειας.Οι συντηρητικοί δίνουνστην έννοια της ασφάλειας μιαεθνική και προσωπική χροιά, ζητώντας από το κράτος να παρέχει ασφάλεια από τους μετανάστες, απότην εγκληματικότητα, από τη διαφορετικότητα (μειονότητες),θυσιάζοντας την ελευθερία στην οποία ομνύουν στονοικονομικό τομέα. Οι προοδευτικοί,αντίστοιχα,δίνουν μια κοινωνικοοικονομική χροιά, ζητώντας ασφάλεια από τα συνήθη προβλήματα: γηρατειά, ανεργία, ασθένεια και, εκεί όπου υπάρχειυψηλό ποσοστό αστέγων,ακρίβεια στη στέγη. Με λίγα λόγια, το κοινωνικό κράτος που ασφαλίζει και εξασφαλίζει τους πολίτες, όπως το έχουμε γνωρίσει από τα τέλη του 19ουαιώνα.

Αυτό το κοινωνικό κράτος υπήρξε σημαντικός πυλώνας και εγγύηση της ευημερίας καιτης ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ιδιαίτερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

Η μεγαλύτερη συνεισφορά της σοσιαλδημοκρατίας –το κοινωνικό κράτος –στις ημέρες μαςνοσεί.

Ο κόσμος στα τέλη του 19ουαιώνα και σε ολόκληρο τον 20όήταν πολύ διαφορετικός από ό,τι είναι σήμερα.Ο μέσος μισθωτός δούλευε σε έναν –το πολύσε δύο –εργοδότες.Η ανεργία βρισκόταν σε ανεκτά κοινωνικά επίπεδα.Το προσδόκιμο ζωής δεν ήταν τόσο υψηλό.Ως αποτέλεσμα ηασφάλιση ενάντια στα γηρατειά, στην ανεργία, στην ασθένειαακολουθούσε σταθερούς, ανελαστικούςκανόνεςκαι κάλυπτε μικρό μέρος του πληθυσμού.

Το κλασικό κοινωνικό κράτος κάλυψε τις ανάγκες πολλών γενεών, όμως πλέον έφθασε στα όριά του. Ο σημερινός κόσμος χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό στον εργασιακό βίο, γενικευμένη ανασφάλεια,μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης και συνεπώς χρηματοδότησης.

Ως απάντηση στις αλλαγές αυτέςκαι στα αδιέξοδα του κοινωνικού κράτουςέχουν παρουσιαστεί δύο προτάσεις:

Ηφιλελεύθερηπου προτείνει την παροχήτου αγαθούμέσω ιδιωτών και τηδιανομή κουπονιών στους πολίτες για να καταναλώνουν π.χ. υπηρεσίες παιδείας.Αυτή η πρόταση έχει πολλά προβλήματα καθώςοδηγεί σε αύξηση των τιμώνκαι σεαποκλεισμό τωνφτωχών στρωμάτων του πληθυσμούαπό ποιοτικές υπηρεσίες, σε διάσπαση δηλαδή του επιπέδου της παρεχόμενης ποιότητας.Και η σοσιαλδημοκρατική πρότασηπου οδηγεί στην εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίωνστις υπηρεσίες (επιδόματα κ.τ.λ.), ώστεαυτά να συνεχίσουν να στηρίζουν το ασθενέστερο κομμάτι του πληθυσμού. Το πρόβλημα με αυτή τηνπροοπτική είναι πως διασπάει την κοινωνία σε αυτούς πουλαμβάνουν στήριξη και αυτούς που δεν τη λαμβάνουν ενώ πληρώνουν τους φόρους. Η εμπειρία δείχνει πως δεν αργεί η στιγμή που τίθεται υπό συζήτηση η σκοπιμότητακαι το ύψοςτων επιδομάτωνπου παίρνουν «οι άλλοι».

Μια διαφορετική πρόταση αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Μιαπρότασηπουδενφαίνεται δυστυχώς ακόμη στον ορίζοντα.Η έλλειψη του κοινωνικούκράτους αποτελεί τη βάση της ανασφάλειας των συμπολιτών μας. Είναι χαρακτηριστικήη γενικευμένη πεποίθηση πως η μετανάστευσηεν μέρει εξηγείται από τις γενναιόδωρες παροχές μαςτις οποίες εποφθαλμιούν οι μετανάστες.

Από τα παραπάνω συνάγεται πως η κρίση του κοινωνικού κράτους –του μεγαλύτερου επιτεύγματος της σοσιαλδημοκρατίας –είναι η κρίση του σύγχρονου κόσμου. Μόνο όταν απαντήσουμε πειστικά με ένα νέο μοντέλοκοινωνικήςασφάλειας μπορούμε να ελπίζουμε σε μιακοινωνία ευημερίας και ειρήνης.

Ωστόσο, αν και το μοντέλο αυτό δεν είναι ακόμη γνωστό,κάποια χαρακτηριστικά του είναι δεδομένα.

Πρώτον,θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη πως η σύγχρονη εργασιακή ζωή έχει συχνές αλλαγές. Ο μισθωτός γίνεταιελεύθερος επαγγελματίαςκαι μετά επιχειρηματίας για να καταλήξειαγρότης. Η ευελιξία, η μείωσητων διαφορών π.χ. μεταξύ των επαγγελματικών ταμείων ή και η σύμπτυξή τους σε λίγα ή ακόμη και σε ένα είναι υποχρεωτική.Η ευελιξία αντί να είναι πρόβλημα πρέπει να γίνει ευκαιρία.

Δεύτερον,η καθολικότητα των παροχών και η κατά το δυνατόν μείωση των εισοδηματικών κριτηρίων θα πρέπει να καταστεί μακροπρόθεσμος στόχος. Η κοινωνική διάσπασηδεν βοηθάειστην εμπέδωση της αναγκαίας συνοχής.

Τρίτον, η αγορά θα πρέπει να αξιοποιείται συμπληρωματικά –όπου αυτό είναι εφικτό –προς τις δημόσιες υπηρεσίες. Το δημόσιο σύστημα υγείας ή ασφάλισης πρέπει να αξιοποιεί τους πόρους και τις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα για τη συμπλήρωση των παρεχόμενων υπηρεσιών και την εξασφάλιση της καθολικότητας.

Τέταρτον, πρέπει να αναγνωριστείπως η αγοράδεν λειτουργεί πάντοτε με βέλτιστο τρόπο. Το κοινωνικό κράτος θα πρέπει να συμπληρώνει, ρυθμίζει ή υποβοηθάει στις περιπτώσεις αυτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, κυρίως στο εξωτερικό,οι περιπτώσεις εκτίναξης των ενοικίων σε περιοχές με μεγάλη οικονομική ανάπτυξη (Silicon Valley,Λονδίνο κ.τ.λ.) που μια ενεργητική πολιτική επιδότησης ενοικίου μπορεί να βελτιώσει τιςδυνατότητες προσέλκυσης ταλαντούχου προσωπικού, αναγκαίου για την ανάπτυξη.

Στη χώρα μας τα προβλήματα του κοινωνικού κράτους είναι δομικής φύσης. Διαφθορά, σπατάλη, ανεπάρκεια πλαισίου.Κομματισμός και πελατοκρατία.Επιπλέον, βραχυπρόθεσμα, η χρεοκοπία και τα προγράμματα προσαρμογής που αυτή έφερε επιβάλλουν τακτικούς ελιγμούςσε όσους πιστεύουμε σε ένα καθολικό μοντέλο κοινωνικού κράτους. Αυτούς τους στόχους βάζουμε στη Δημοκρατική Ευθύνη, τον νέο μας, συλλογικό, φορέα.

Στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι όμως, η χώρα μας είναι απούσα. Θασυνεχίσει να είναι απούσα όσο δεν βάζουμε τάξημόνοι μας στα του οίκου μαςώστε να αποκτήσουμε ξανά ισότιμη αντιμετώπιση.

Σε αυτό το γίγνεσθαι, τασημερινά προβλήματα της σοσιαλδημοκρατίας είναι εν πολλοίς τα προβλήματατης Ευρώπης. Το νόμισμα αυτό όμως έχει δύο όψεις. Η λύση στα προβλήματα αυτά θα έρθει μόνο από εκεί, όχι από τους συντηρητικούςπολιτικούςκύκλους.

Ο Χάρης Θεοχάρης είναι ιδρυτής του κόμματος Δημοκρατική Ευθύνη