Ενα παλιό απόφθεγμα λέει ότι στην κηδεία του έντιμου κριτικού πηγαίνει μόνο ο παπάς. Η Μάρη Θεοδοσοπούλου πέθανε αυγουστιάτικα και πέρασε κάτι λιγότερο από ένας μήνας ώσπου να το πληροφορηθεί η λογοτεχνική κοινότητα. Η νεκρή εποχή που «διάλεξε» για να φύγει επαλήθευσε με σχεδόν κυριολεκτικό τρόπο το ρητό. Αλλά φευ, το πιθανότερο είναι ότι και οποιαδήποτε άλλη στιγμή η Μάρη θα είχε ένα φτωχό ξεπροβόδισμα στο τελευταίο της ταξίδι. Γιατί ζούμε σε παρατεταμένη νεκρή εποχή για πνεύματα με ανεξάρτητη κρίση.

Το να είναι ένας κριτικός έντιμος θα έπρεπε να ανήκει στα αυτονόητα. Αλλά στη σημερινή Ελλάδα θεωρείται αξιοθαύμαστο αν και, υποπτεύομαι, με κρυφό οίκτο για κάτι που γίνεται αντιληπτό ως ευγενική και ηρωική μεν αλλά αυτοκαταστροφική στάση. Η Μάρη παραπονιόταν πάντοτε ότι δεν είχε αναγνώριση. Αυτό δεν αληθεύει. Οσοι είχαν μυαλό και δεν τυφλώνονταν από τα πάθη του σιναφιού την είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. Αλλά είναι γεγονός ότι η κριτική εντιμότητά της, δένοντας με τον κλειστό, κάπως αγοραφοβικό χαρακτήρα της, της στέρησε όχι μόνο την «κύρωση» από τους θεσμούς του λογοτεχνικού μικρόκοσμου αλλά και τους πόρους για να ζει αξιοπρεπώς. Το ότι δεν μπόρεσε να μακροημερεύσει σε έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας, παρά την ποιότητα της σκέψης της και τον ευφυή τρόπο αποτύπωσής της στο χαρτί, δεν είναι άσχετο με αυτή την «ξεροκεφαλιά» της.

Αυτή η ελκυστική, κομψή και κοκέτα κοπέλα, όπως ήταν όταν τη γνώρισα πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, αυτή η μαραζωμένη, πρόωρα γερασμένη ύπαρξη που έβλεπα τα τελευταία χρόνια, ήταν μια από τις σημαντικότερες κριτικές φωνές που βγήκαν από τη Μεταπολίτευση και δώθε. Η οξύτατη κριτική ματιά της και η ιδιοτυπία των προσεγγίσεών της στα βιβλία συνδυάζονταν με έναν πλούτο γραμματολογικών γνώσεων που σε άφηνε άναυδο, καθώς μάλιστα η τυπική παιδεία της δεν ήταν φιλολογική. Μπορεί η εφαρμογή αυτών των γνώσεων στις κριτικές της να είχε πότε πότε μια γεύση σχολαστικότητας, από την άλλη όμως άνοιγε συχνά το κείμενό της (και το βιβλίο στο οποίο αναφερόταν) σε ανυποψίαστους ορίζοντες και υπέβαλλε ερεθιστικές συγκρίσεις. Συνήθως οι λόγιοι που σκαλίζουν με φετιχιστική εμμονή παλιά αρχεία τσιμπολογώντας κάθε είδους λεπτομέρειες χάνουν την κριτική ικανότητά τους, αν την είχαν ποτέ. Από όσους «αρχειοπόντικες» έχω γνωρίσει στον λογοτεχνικό χώρο, η Μάρη ήταν ο μόνος που διατηρούσε μια αίσθηση προοπτικής όταν έκανε χρήση του γραμματολογικού θησαυρού της.

Το ύφος των κριτικών της ήταν ανεπανάληπτο και σε μια άλλη χώρα θα αρκούσε για να της εξασφαλίσει αν όχι δημοφιλία, πάντως μεγάλη αναγνωσιμότητα. Το λεπτότατο χιούμορ της, η υπονομευτική ειρωνεία της έδιναν απολαυστική σπιρτάδα σε ένα είδος κειμένων που από τη φύση τους έχουν κάτι το βαρύ (όταν θέλουν να προχωρήσουν σε κάποιο βάθος). Η Μάρη λοιδορούσε με τον τρόπο της τη σοβαροφάνεια και τον βαρύγδουπο λόγο, στα οποία καταφεύγει συχνά η ελληνική κριτική για να εκβιάσει κύρος και να κρύψει την κενολογία. Η δική της τακτική ήταν να κάνει πως πηγαίνει πειθήνια με τα νερά του συγγραφέα, για να πετάξει ξαφνικά ένα «αν και» που ήταν η εισαγωγή σε ένα σφάξιμο με το βαμβάκι. Αυτό δεν σημαίνει ότι κατεδάφιζε το βιβλίο, γιατί πολύ σπάνια έπαιρνε κατηγορηματική θέση. Αλλά της άρεσε το παιχνίδι των ειρωνικών φωτοσκιάσεων, των ανατρεπτικών υπαινιγμών, τόσο στο έργο ενός συγγραφέα όσο και στον δικό της κριτικό λόγο.

Ασφαλώς είχε κολλήματα. Ποιος δεν έχει. Δεν καλόβλεπε βιβλία που της μύριζαν «κοσμοπολιτισμό», υπερεκτιμούσε συγγραφείς της επαρχίας, την ενθουσίαζε το λαογραφικό στοιχείο, είχε γενικά έναν ρομαντικό συντηρητισμό. Αλλά λέει πολλά για την εντιμότητά της και την καθαρότητα της κριτικής σκέψης της το ότι το μεγαλύτερο κόλλημά της, αυτό με έναν ιδεολογικά αγκυλωμένο πολιτικό χώρο, δεν το άφησε ποτέ να επηρεάσει τις κρίσεις της για λογοτεχνικά κείμενα.