Προχθές η κόρη μου αλίευσε μέσα από μια στοίβα από κούκλες, παιχνίδια και ζωγραφιές του νηπιαγωγείου ένα τηλεκοντρόλ. «Το θες, μπαμπά;» μου το έτεινε σαν σκήπτρο ενός χαμένου βασιλείου, σαν το κλειδί κάποιας αραχνιασμένης κάμαρας. Τότε συνειδητοποίησα ότι έχω να δω τηλεόραση παραπάνω από έναν χρόνο. Από τις μέρες, για την ακρίβεια, του περσινού δημοψηφίσματος.

Δεν ιδιωτεύω, δεν αδιαφορώ για τα κοινά. Τουναντίον. Πληροφορούμαι τις εξελίξεις σε απευθείας σχεδόν μετάδοση από το Διαδίκτυο. Διαβάζω σχόλια και αναλύσεις στις έντυπες και στις ψηφιακές εκδόσεις των εφημερίδων. Κατεβάζω –πληρώνοντάς τες –και παρακολουθώ συνεπαρμένος τις πιο κλασικές ταινίες και τις πιο πρόσφατες αμερικανικές σειρές. Πηγαίνω στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Ξεκοκαλίζω βιβλία. Ακούω τραγούδια από το YouTube. Και όταν η μουσική που επιλέγω απαιτεί υψηλότερη ποιότητα στην αναπαραγωγή της, βάζω στο πικάπ των γονιών μου –κατασκευής 1972 –δίσκους που αγοράστηκαν τότε ή τώρα. Το βινύλιο, ο ζεστός αναλογικός ήχος του, έχει επιστρέψει θριαμβευτικά.

Η τηλεόραση μού είναι άχρηστη.

Δεν έχω δει, το ομολογώ, εν κινήσει τους πολιτικούς αστέρες που μεσουρανούν στις μέρες μας. Τον Αλέκο Φλαμπουράρη να αναδεύει με βουδιστική αταραξία και με φλούο καλαμάκι τον καφέ του. Τον Βασίλη Λεβέντη σε ρόλο σοφού Νέστορα χωρίς –φευ! –τον κάποτε υπαρχηγό του, Γεώργιο Γεωργίου Παπανδρέου, να ενσαρκώνει στο πλευρό του την Κασσάνδρα. Τον –και ποιητή –Τάσο Κουράκη και τον Παύλο Πολάκη, που η αφρίζουσα τεστοστερόνη του θα είλκυε, τον καιρό των καμακιών, σμάρια σκανδιναβές τουρίστριες. Τους ξέρω από τα λόγια και τα έργα τους. Μα δεν τους έχω δει.

Την τελευταία φορά που πήρε το μάτι μου τηλεοπτικό πάνελ –σε μια μπακαλοταβέρνα στη Σίφνο, υπό την ευωδία των ρεβιθοκεφτέδων –οι καλεσμένοι, έτσι όπως διαπληκτίζονταν, μού θύμισαν τροφίμους φρενοκομείου. Απελπισμένους –στην καλύτερη περίπτωση –από την απραξία συνταξιούχους, που οι γυναίκες τους δεν τους άντεχαν πλέον μες στο σπίτι και τους έστειλαν να ξεσπάσουν στο πλατό.

Η τηλεόραση μού είναι άχρηστη.

Δεν είμαι ο μόνος. Ολο και περισσότεροι άνθρωποι σε παραγωγική ηλικία, με γεμάτη καθημερινότητα, το βρίσκουν αδιανόητο να εκχωρούν τον ελεύθερο χρόνο τους σε ένα, σε τέσσερα ή σε επτά κανάλια, ιδιωτικά είτε κρατικά. Να τους αναθέτουν εργολαβικά –«ταμπλ ντοτ» –την ενημέρωση, την επιμόρφωση και την ψυχαγωγία τους.

Οσο περνάει ο καιρός, όσο προοδεύει η τεχνολογία, οι επιλογές μας θα πολλαπλασιάζονται γεωμετρικά. Ο καθένας θα αποφασίζει τι θα δει και τι θα ακούσει, από ποια πηγή, σε ποιες ακριβώς δόσεις και συνδυασμούς. Τα συνδρομητικά κανάλια το έχουν άριστα αντιληφθεί. Γι’ αυτό και ήδη προσφέρουν σχεδόν εξατομικευμένα μενού.

Δοθέντων των παραπάνω, ο εκπλειστηριασμός από την κυβέρνηση των τηλεοπτικών αδειών φαντάζει μεσοπρόθεσμα κενός νοήματος. Σαν να πουλάς τεράστιες ποσότητες τροφίμων που είναι καταδικασμένα να λήξουν πριν να καταναλωθούν.

Η κυβέρνηση –θα μου πείτε –ελάχιστα ενδιαφέρεται για ό,τι θα συμβεί σε βάθος χρόνου. Το ίδιο προφανώς συμβαίνει και στους σημερινούς επίδοξους καναλάρχες. «Carpe Diem» –«Αδράξτε την Ημέρα» –είναι η φιλοσοφία τους. «Φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν».

Και αν όχι αύριο, σίγουρα στις επόμενες εκλογές.