Φέτος το καλοκαίρι η τελευταία λέξη της μόδας, le dernier cri όπως λένε οι Γάλλοι, ήταν το μπουρκίνι. Το είδαμε να λανσάρεται σχεδόν ταυτόχρονα σε γαλλικές πλαζ και στην ολυμπιακή αρένα του μπιτς βόλεϊ στο Ρίο ντε Ζανέιρο (και όχι Τζανέιρο, όπως μπαφιάσαμε να ακούμε και να διαβάζουμε τις προηγούμενες ημέρες).

Στον αθλητισμό υποτίθεται ότι προσπαθείς για το καλύτερο. Πώς όμως να βγάλεις το καλύτερο από τον εαυτό σου, όταν τον υποχρεώνεις να αγωνίζεται κουκουλωμένος και μάλιστα σε υποτροπικές συνθήκες; Υποτίθεται, πάλι, ότι το καλοκαίρι ζητάμε τις χαρές της θάλασσας. Πώς όμως να χαρείς τη θάλασσα, όταν αρνείσαι το χάδι της στο γυμνό κορμί σου; Οχι, το μπουρκίνι δεν είναι ένα μαγιό για μουσουλμάνες αθλήτριες και λουόμενες. Φτιάχτηκε για άλλο σκοπό, για να διασαλπίσει ένα μήνυμα –και επίτηδες σημείωσα πιο πάνω τη γαλλική έκφραση, γιατί cri σημαίνει κραυγή.

Κάθε ενδυματολογικός κώδικας σηματοδοτεί κάτι. Το ντύσιμο είναι ο αμεσότερος τρόπος να δείξει κανείς ότι είναι (ή πιστεύει πως είναι) μοντέρνος, ότι έχει εκλεπτυσμένα γούστα, ότι απορρίπτει ορισμένες κοινωνικές συμβάσεις ή παραδόσεις, ότι μετέχει σε κάποιο κίνημα ή ρεύμα και ένα σωρό άλλα. Μια ανοιχτή κοινωνία ανέχεται αυτές τις διαφοροποιήσεις, γιατί ούτε την απειλούν ούτε την αμφισβητούν ως τέτοια. Ανέχεται επίσης ένα άλλο είδος ενδυματολογικής διαφοροποίησης, που αφορά τους λειτουργούς μιας θρησκείας και όσους έχουν επιλέξει τον μοναστικό βίο. Ούτε αυτοί αμφισβητούν με την περιβολή τους την ανοιχτή κοινωνία, γιατί αποτελούν ειδικές κατηγορίες και υπηρετούν ειδικούς σκοπούς.

Αλλά πόσο μπορεί μια ανοιχτή κοινωνία να αναγνωρίσει καθεστώς εξαίρεσης για μια ολόκληρη (και μεγάλη) θρησκευτική κοινότητα που επιβάλλει στις γυναίκες της –μόνο στις γυναίκες! –να κυκλοφορούν ντυμένες με αυστηρά καθορισμένο, ομοιόμορφο τρόπο, υποδηλωτικό μιας απρόσωπης και με μειωμένη αξία ύπαρξης, λίγο πολύ όπως η στολή των δούλων στην αρχαιότητα; Δεν είναι αυτό πιο κατάφωρη μορφή ρατσισμού από τα σεξιστικά ανέκδοτα, που σημαίνουν συναγερμό στις ευαισθησίες των πολιτικά ορθών (αναρωτιέμαι τι κάνουν οι ευαισθησίες τους όταν βλέπουν στον δρόμο ένα ζευγάρι μουσουλμάνων με τη γυναίκα φασκιωμένη και τον άνδρα δίπλα της με εμπριμέ πουκαμισάκι και μπλουτζίν επιδεικτικά ξασπρισμένο στον καβάλο);

Εκείνος ο ιμάμης στη Γαλλία που παρουσίασε φωτογραφίες καλογριών να τσαλαβουτούν στη θάλασσα με τα ράσα τους, για να αποδείξει ότι τάχα η απαγόρευση του μπουρκίνι είναι μεροληπτική, έδειξε στην πραγματικότητα πειστικότερα από οποιονδήποτε οπαδό της απαγόρευσης γιατί το ρούχο αυτό έχει αποκρουστικούς συμβολισμούς. Παραλληλίζοντας τις γυναίκες της πίστης του με καλόγριες αποκάλυψε την ουσία του ζητήματος. Οι μουσουλμάνες οφείλουν να συμπεριφέρονται καλογερικά, και αυτό όχι σε μοναστικό πλαίσιο, αλλά σε μια κοινωνία όπου ο δημόσιος βίος είναι οργανωμένος γύρω από κοσμικές αξίες, όχι γύρω από θρησκευτικές εντολές και απαγορεύσεις.

Το μήνυμα που στέλνει το μπουρκίνι, το χιτζάμπ, το νικάμπ είναι: Είμαστε ολότελα διαφορετικοί από εσάς, δεν αναγνωρίζουμε τις αξίες της ανοιχτής, φιλελεύθερης κοινωνίας σας, θα τις επικαλούμαστε όμως για να σας αναγκάσουμε να υποκλιθείτε στις δικές μας. Από αυτή την άποψη, μικρή σημασία έχει αν όσες μουσουλμάνες ντύνονται έτσι υποχρεώνονται να το κάνουν ή το επέλεξαν ελεύθερα. Το μήνυμα είναι το ίδιο: οι κανόνες της θρησκείας μας είναι πάνω από την κουλτούρα σας, που επιτρέπει τόσο ανόσια πράγματα όσο, για παράδειγμα, τη χειραψία ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα.

Το μπουρκίνι και τα συναφή θέτουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία ενώπιον των αντινομιών της που διέγνωσε ο σκοτεινός Kronjurist του ναζισμού, ο Καρλ Σμιτ. Είναι από εκείνες τις προκλήσεις όπου μια απαγόρευση παραβιάζει τις αρχές της, μια συγκατάθεση στρώνει τον δρόμο στους υπονομευτές της. Η απαγόρευση του μπουρκίνι ή της μαντίλας δεν θα λύσει το πρόβλημα, πιθανόν μάλιστα να το οξύνει. Οι φραγμοί του μουσουλμανικού εξαιρετισμού συνεπάγονται όμως κοινωνική απομόνωση, σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων. Κάτι μου λέει ότι εκεί θα κριθεί η τύχη του στις δυτικές κοινωνίες. Ισως και αυτών η τύχη.