Οταν ο Χένρι Κίσινγκερ ήταν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, φέρεται να είπε, κατά τη διάρκεια μιας διεθνούς κρίσης, την περίφημη φράση: θέλω να μιλήσω με την Ευρώπη, αλλά δεν ξέρω σε ποιον να τηλεφωνήσω. Το 2009 η Ευρώπη απέκτησε ύπατο εκπρόσωπο για τις εξωτερικές σχέσεις και ο Μπαρόζο, τότε πρόεδρος της Επιτροπής, δήλωσε με ικανοποίηση ότι το ζήτημα Κίσινγκερ είχε λυθεί. Οταν όμως ρωτήθηκε σε ποιον θα τηλεφωνεί ο Ομπάμα, στον πρόεδρο της Επιτροπής ή στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η απάντησή του ήταν μάλλον αμήχανη. Η ΕΕ, είπε, δεν είναι Αμερική, Ρωσία ή Κίνα. Είναι μια ένωση κρατών και το σύστημά μας είναι πιο περίπλοκο. Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το πρόβλημα της ενωμένης Ευρώπης. Οτι παραμένει μια χαλαρή ένωση κρατών. Ταλαντευόμενη ανάμεσα στην εθνική κυριαρχία και την υπερεθνική οργάνωση.

Η δημιουργία της ΕΕ λογοδοτούσε στην αναγκαιότητα του εξοστρακισμού των εθνικών συγκρούσεων από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Και στον ρομαντικό ιδεαλισμό ορισμένων ευρωπαϊκών ελίτ. Για να επιτύχει το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα χρειάστηκαν, βέβαια, η συγκολλητική ουσία της σοβιετικής απειλής και η αμερικανική υποστήριξη. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν μια επαγωγική και σταδιακή διαδικασία μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επανένωση της Γερμανίας η διαδικασία επισπεύστηκε. Η Ευρώπη διευρύνθηκε και δημιουργήθηκε η ευρωζώνη. Με τα κράτη να εκχωρούν σημαντικά εργαλεία εθνικής κυριαρχίας. Το εθνικό τους νόμισμα και την άσκηση εθνικής νομισματικής πολιτικής. Η ΟΝΕ ήταν ένα quid pro quo πολλών ευρωπαϊκών χωρών προκειμένου να συναινέσουν στην επανένωση της Γερμανίας. Η λογική ήταν ότι η νομισματική ενοποίηση και το κοινό νόμισμα έδεναν τη Γερμανία στο ευρωπαϊκό άρμα. Διασκεδάζοντας τους φόβους από τη δημιουργία μιας ισχυρής ενωμένης Γερμανίας.

Η οικονομική κρίση κατέδειξε το σφάλμα του εγχειρήματος να προηγηθεί η νομισματική της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Και την ανάγκη ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και επίσπευσης της πολιτικής ενοποίησης. Το πρόβλημα είναι ότι η πλειονότητα των ευρωπαίων πολιτών είναι αντίθετη με μια τέτοια εξέλιξη. Γιατί η ενωμένη Ευρώπη δεν έχει αποκτήσει raison d’ etat ανάλογο με αυτό του έθνους – κράτους. Αντίθετα, η οικονομική κρίση και οι απειλές από το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό και την τρομοκρατία υπέσκαψαν την αναγκαιότητα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οδηγώντας σε έξαρση του λαϊκισμού και του ολοκληρωτισμού. Που με τη σειρά τους δαιμονοποίησαν το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Οδηγώντας τους πολίτες σε μια αταβιστική ταύτιση με το έθνος – κράτος.

Η κρίση και το σοκ του Brexit δεν φαίνεται να οδηγούν σε αλλαγή πορείας. Αν συνεχιστεί αυτή η ταλάντωση ανάμεσα στην υπερεθνική οργάνωση και στο έθνος – κράτος, οι συνέπειες για την Ευρώπη θα είναι διαλυτικές.

Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην υπουργός