Ο πατέρας Τόμας θα φθάσει μέχρι τέλους. Είναι ικανός να το πράξει. Δεν θα μπορέσει να αποφύγει τη σύγκρουση. Με τον δικό του τρόπο. Ο δικός του Θεός δεν είναι ένα ον που προάγει τον επιμερισμό, τη διάσπαση. Ο δικός του Θεός προωθεί την ολότητα. Δεν διαθέτει ολόδροσα Χερουβείμ, ούτε κρύβεται μέσα σ’ ένα κατάμαυρο προσευχητάρι. Ο δικός του Θεός απεχθάνεται τις πολιτικάντικες πονηριές, τη στείρα εκμετάλλευση. Αποκηρύσσει τη μετατροπή της αγνής πίστης, που στην περίπτωσή μας είναι η εξερεύνηση της ύπαρξης, σε εξολοθρευτική μηχανή. Ο Αλλος, και μέσα στη δυσανεξία, χρειάζεται να μείνει κοντά. Για τον πατέρα Τόμας η ελευθερία τού συνανήκειν είναι ο υπέρτατος στόχος. Ποιοι αντέχουν να το κάνουν πράξη; Ποιοι μπορούν να πετάξουν από πάνω τους τις δεισιδαιμονίες που τους κρατούν αλυσοδεμένους;  Δυσεπίλυτα ερωτήματα αυλακώνουν τον διμέτωπο αγώνα του ιεραπόστολου. Ο Καρνέζης αποφεύγει κάθε είδους σχηματικό καταγγελτικό λόγο. Οδεύει εξαρχής στις εσωτερικές, αφανείς διαδρομές της πίστης αναρωτώμενος αν μια ενδεχόμενη εξάλειψή της μπορεί να συμπαρασύρει και τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι μια αρχαϊκή κάθοδος που κατακερματίζει τον ήρωα του βιβλίου. Η θέληση του πατέρα Τόμας προσκρούει στην αδιαφορία των Ινδιάνων από τη μια πλευρά και στην απολυταρχική συμπεριφορά του τοπικού επισκόπου από την άλλη. Αφού έχει βρεθεί ψυχικά κοντά με τον αρχηγό της φυλής και την οικογένειά του και έχει αφουγκραστεί τους μύχιους φόβους τους, θα παραμείνει μέχρις εσχάτων ο επιβλέπων ενός ανεξιχνίαστου τόπου που προορίζεται να μετατραπεί σε εύκρατο real estate. Με μια αραχνοΰφαντη γραφή, που μεταδίδει ηλεκτρισμό υψηλής τάσης, ο Καρνέζης περιγράφει τη μακρά πορεία ενός μοναχικού ιερέα που μετακινείται από το στέρεο πέτρωμα της πίστης στην απότομη πλαγιά της πτώσης. Τελικά, οι απώλειές μας είναι απείρως περισσότερες από τις όποιες κατακτήσεις μας.