Το ταξί από το Ελευθέριος Βενιζέλος στην Πλατεία Συντάγματος στοιχίζει 35 ευρώ. Με διπλή ταρίφα 50. Το λεωφορείο έξι ευρώ. Διόλου παράξενο που η ουρά στα εκδοτήρια εισιτηρίων διαρκώς μακραίνει, τείνει –στις ώρες αιχμής –να φτάσει στην πιάτσα των ταξί.

Επιστρέφοντας από Λήμνο, προφταίνω στο τσακ το δρομολόγιο των μεσάνυχτα και πέντε. Σαλτάρω στο όχημα και ελισσόμενος βρίσκω τη θέση μου ανάμεσα στο ακυρωτικό μηχάνημα και στον χώρο των αποσκευών. Εάν είχα χάσει τα 20 κιλά που με χωρίζουν από το ιδανικό βάρος, θα έπρεπε για να ισορροπώ να κρατιέμαι από τη χειρολαβή απ’ την οποία ήδη κρέμεται μία Κινέζα με το Κινεζάκι της μέσα σε μάρσιπο. Τώρα έχω ευτυχώς φρακάρει κι έχω τα χέρια μου ελεύθερα. Τι να τα κάνω ωστόσο; Το λεωφορείο είναι κατάμεστο. Και η παραμικρή σου κίνηση –μέχρι και το βλεφάρισμά σου –μπορεί να εκληφθεί ως πρόκληση ή ως απειλή εναντίον κάποιου συνταξιδιώτη σου. Το air condition υπολειτουργεί και τα παράθυρα δεν ανοίγουν. Η αυγουστιάτικη αύρα δροσίζει τα Σπάτα, ποιο το όφελος όμως για εμάς; Επιβαίνουμε ενός τροχοφόρου φούρνου που τρέχει στην Αττική Οδό.

Στις θέσεις εμπρός μου, δύο αεροσυνοδοί με στολή εργασίας. Είναι πολύ νέες και όμορφες, κάνουν αέρα με τα καπελάκια τους, η κόμμωσή τους διατεταγμένη από την εταιρεία, κότσος μέσα σε δίχτυ με πέρλες. Η μία ξεδιπλώνει την απόδειξη μισθοδοσίας –«881 ευρώ μαζί με τις υπερωρίες!» εξανίσταται και έπειτα ανοίγει το νεσεσέρ με τα καλλυντικά, το οποίο –σαν κουτί της Πανδώρας –κρύβει λες, κάτω από πούδρες και πινέλα ματιών, την ελπίδα. Η φίλη της τής ρίχνει το πιο γαλίφικό της βλέμμα –«θα μου δανείσεις τα μπριγιαντένια σκουλαρίκια σου;» την παρακαλεί –«μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στον γάμο της ξαδέλφης του…». Γυρίζω το κεφάλι από την άλλη –δεν θα άντεχα μιαν άρνηση –μέχρι που θα προσφερόμουν να της δώσω εγώ τα σκουλαρίκια της μαμάς μου για να εντυπωσιάσει το σόι του αρραβωνιαστικού.

Από την άλλη αντικρίζω ένα σπαρταριστό σύμπλεγμα. Δύο άντρες από την υπηρεσία καθαριότητας του αεροδρομίου κάθονται στις καρέκλες κι έχουν στα πόδια τους μία συνάδελφό τους, μια νταρντανογυναίκα γύρω στα 40, η οποία χαριεντίζεται και με τους δύο. Οι μέλισσες φλερτάρουν στροβιλιζόμενες στον αέρα, οι γάτες ουρλιάζοντας μέσα στη νύχτα. Οι άνθρωποι συζητώντας για θέματα κοινού ενδιαφέροντος. «Μισή ώρα μου ‘φαγε η τσιχλόφουσκα κάτω από τον γκισέ –ήθελα να’ ξερα ποιος π@#$^ς την κόλλησε… Ετριβα κι έτριβα, ξεκολλημό δεν είχε! Στο τέλος την έλιωσα με τον αναπτήρα!» αφηγείται το ανδραγάθημά της η δουλτσινέα. «Να ζητάς άλλη φορά βάρδια στις τουαλέτες» της λέει ο ένας δονκιχώτης. «Να κάνουμε και συντροφιά…» βραχναίνει –επί το αισθησιακόν –τη φωνή του. «Αν έλθει μαζί κι ο Στελάκης, μετά χαράς!» κλείνει το μάτι εκείνη στον έτερο δονκιχώτη, ο οποίος παίρνει θάρρος και της χουφτώνει το μπούτι. Του το κόβει ακαριαία, του σπρώχνει –θιγμένη δήθεν –το χέρι. Ξεκαρδίζονται έπειτα κουτσομπολεύοντας την προϊσταμένη τους, που τα ‘χει κατά φαντασίαν με έναν πιλότο. Είναι αθυρόστομοι και δηκτικοί, πριονίζουν με δόντια πιράνχας όποιον πέσει στο στόμα τους, ονειρεύονται πιτόγυρα με απ’ όλα –να ξεχειλίζει το τζατζίκι, να κρατσανίζουν οι τηγανητές πατάτες -, ψευτοτσακώνονται για το ποδόσφαιρο, γηροκομούν γονείς, μεγαλώνουν παιδιά…

Ο υπόλοιπος πληθυσμός του λεωφορείου λαγοκοιμάται, σερφάρει ατέρμονα στα κινητά, χάσκει. Ενας παπάς παραμιλάει προσευχόμενος στον ύπνο του. Ενας καρδαμωμένος νεαρός τεντώνει το μπράτσο του για να ξεπιαστεί, ο τρικέφαλος μυς φουσκώνει, ο βυζαντινός αετός-τατουάζ ανοίγει τα φτερά του διάπλατα… Την ίδια ακριβώς στιγμή, ανοίγουν με έναν ήχο σαν ρέψιμο και οι πόρτες του λεωφορείου.

Πετάγομαι έξω, στη Λεωφόρο Μεσογείων. Το επιμύθιο αναβοσβήνει στη βιτρίνα του πιο ψαγμένου στην Αθήνα γραφείου κηδειών: «Yolo. You only live once». «Ζεις μόνο μια φορά».