Μέσα από την πρωινή ομίχλη των εικόνων και τη χαλαζόπτωση των σχολιασμών, περίμενες να δεις αυτό το διαφορετικό που θα σε έκανε να πεις: χαλάλι που ξημέρωσα συντροφιά με τα τριζόνια, τυλιγμένος στη ζέστη και την άπνοια. Δεν το είδαμε!

Η οργή για την άστοχη περιγραφή, τα λάθη και τις πομφόλυγες των απεσταλμένων της ελληνικής τηλεόρασης μάς κράτησε ξύπνιους, και τίποτε άλλο!

Η γιορτή που άνοιξε την αυλαία των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο ντε Ζανέιρο ήταν κάτι από το «Πήρε τοστ το Σαββατόβραδο» στο Δελφινάριο, ήταν ένα κομμάτι από καρναβάλι του Μοσχάτου και πολλά κομμάτια ιστορικής μνήμης ατάκτως ερριμμένα. Επίσης ήταν και κάτι σαν απολογία μετανιωμένου εγκληματία για την οικολογική καταστροφή. Κι αν το θέμα άρχισε από την υπερθέρμανση του πλανήτη, τέλειωσε με την «αναπαράσταση» του εγκλήματος στον αποψιλωμένο Αμαζόνιο. Προσπάθησαν οι τάλαινες διοργανωτές να τα πουν όλα μέσα σε λίγη ώρα· δεν το κατάφεραν!

ΠΛΑΤΕΙΑΣΕ. Κι αν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στην ελληνική τελετή έναρξης συμπύκνωσε αιώνες ιστορίας με τρόπο αριστοτεχνικό, οι Βραζιλιάνοι μη έχοντας για ιστορία παρά τα τραγούδια του Ζομπίμ, τις θλιβερές πολύχρωμες φαβέλες και την άνευ όρων παράδοση στα μουσκέτα του Πέντρο Αλβαρες Καμπράλ, πλάτειασαν, όπως «πλατειάζει» η χώρα τους που λόγω της έκτασής της όταν ανατέλλει ο ήλιος από τη μια δύει από την άλλη… Πλάτειασαν οι Βραζιλιάνοι, κούρασαν και αποκοίμισαν όσους Ευρωπαίους πάλεψαν με τον Μορφέα να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά.

Και το θλιβερότερο της τελετής δεν ήταν η απουσία της ιστορίας για να αναδείξουν. Ηταν που την πραγματική ιστορία της Βραζιλίας, το ποδόσφαιρο, την υλοτόμησαν σαν τα αιωνόβια δένδρα του Αμαζονίου. Ο Πελέ, ο θρύλος, ο Βασιλιάς, ο «καλύτερος», ξεπουλημένος από τα νιάτα του: στη FIFA τότε, σε τραπεζικούς κολοσσούς μετά και σε αναψυκτικά με γεύση κόλα προσφάτως, δεν σηκώθηκε από τον θρόνο του να ανάψει τον βωμό γιατί, όπως προφασίστηκε, δεν του το επέτρεπε η υγεία του. (Ετσι τουλάχιστον, διατείνεται μετ’επιτάσεως το περιβάλλον του). Ο Πελέ, που λίγους μήνες πριν ντύθηκε γαμπρός αψηφώντας τα 76 χρόνια που βάραιναν τα χρυσά πόδια του, φαίνεται ότι πνίγηκε στον βυθό του αναψυκτικού – χορηγού του, που δεν του έδωσε την άδεια να λάμψει στη σπουδαιότερη αθλητική διοργάνωση την οποία ανέλαβε ποτέ η πατρίδα του. Κι εκεί έδειξε τη μικρότητά του. Ο Βασιλιάς δεν ήταν γυμνός, ο Βασιλιάς ξεβρακώθηκε! Ο Πελέ το σύμβολο, ο Πελέ ο θρύλος, ο Πελέ ο τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής, απέδειξε πως δεν ήταν για τα Κύπελλα· για ένα μπουκάλι αδειανό ήταν και για δυο γεμάτες τσέπες.

ΝΕΟ ΜΑΡΑΚΑΝΑΖΟ. Αλλά και οι διοργανωτές, εκδικητικοί να τους πεις, ανιστόρητους, πρόχειρους, βιαστικούς; Οι διοργανωτές λησμόνησαν τα πέντε τρόπαια της Σελεσάο στα Παγκόσμια Κύπελλα. Αντε και ο Πελέ φοβήθηκε μην του κόψουν το χαρτζιλίκι νεόνυμφος άνθρωπος, πού ήταν όμως ο Μάριο Ζάγκαλο, ο Αμαρίλντο, ο Κάρλος Αλμπέρτο, ο Ρομάριο, ο Ρονάλντο; Ούτε ένας ποδοσφαιριστής παραστάτης στην ολυμπιακή σημαία; Μια ποδοσφαιρίστρια μονάχα για να τονίζει την απουσία των ανδρών. Αυτό ήταν το τραγικότερο Μαρακανάζο της Εθνικής Βραζιλίας.

Οι ποδοσφαιριστές χάθηκαν κάτω από τα δυσθεώρητα πόδια της Ζιζέλ και τους ανούσιους, ατέρμονες λόγους των παραγόντων. Και να δεις μια παραδοξότητα: οι ποδοσφαιριστές ήταν αυτοί που γλίτωσαν από την κακόγουστη βραδιά καρναβαλιού και κοιμήθηκαν ήσυχοι, συντροφιά με τις δάφνες τους. Βαβά, Γκαρίντσα, Νίλτον Σάντος, Ντίντι, ευτυχώς, πέθαναν νωρίς και δεν είδαν τη μεγαλύτερη συντριβή της εθνικής τους ομάδας: τη λησμονιά από την πατρίδα!

Χαμοζωή

Οι βραζιλιάνοι διοργανωτές και οι σκηνοθέτες της καρναβαλίστικης γιορτής διέπραξαν ένα απρεπές ατόπημα: προέβαλαν ως φόντο της τελετής έναρξης τις ιερές παραγκουπόλεις, τις σκέπες των φτωχών και των κατατρεγμένων, τις φαβέλες. Θέλοντας ίσως να εξωραΐσει η βραζιλιάνικη κυβέρνηση την κακουχία και να δώσει ήχους σάμπας στις φωνές των πεινασμένων, τους συμπεριέλαβε στην τελετή ως χάρτινες φιγούρες σαν το σπίτι του Καραγκιόζη. Και το Μαρακανά έμεινε άδειο και οι φαβέλες ξέχειλες οργή, πίκρα και απαξίωση. Οσο κι αν έλαμψαν οι παλιάτσοι και το κορίτσι της Ιπανέμα, οι λεροί ασήμαντοι τοίχοι και το πεινασμένο βλέμμα των παιδιών στις παραγκουπόλεις, ήταν το έρεβος που έκλεψε την παράσταση.