Δεν έχει παρά να προσέξει κανείς μια αισθηματικής φύσεως διαφορά για να αντιληφθεί μια μέγιστη κοινωνική και κατ’ επέκταση ηθική αλλαγή. Οση ευφροσύνη αισθανόταν παλαιότερα κανείς ακούγοντας δυο ανθρώπους –κυρίως νέους –ν’ ανταλλάσουν δημόσια απόψεις για ένα βιβλίο –αδιάφορο αν ήταν πεζογράφημα, δοκίμιο ή πολιτική πραγματεία –άλλη τόση αηδία νιώθει σήμερα διαπιστώνοντας τη μικροξεσυνέρια, το μικρόχαρο και το ψευδολόγο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να σχολιάζονται, δημόσια επίσης, ανάμεσα σε νέους και ηλικιωμένους ως πληροφορία παγκόσμιας σημασίας. Το τίποτε δηλαδή να μεταποιείται σε κάτι, το κάτι στη συνέχεια να αναβαθμίζεται σε γεγονός που, για να συζητιέται πλατιά, περιβάλλεται αυτόματα με αδιαμφισβήτητη αξία.

Παρά το ακατάσχετο μιας διάχυσης που συντελείται με τον τρόπο αυτόν και, εκ των πραγμάτων, είναι αδύνατον να τιθασσευτεί, η κατάσταση θα παρέμενε υποφερτή αν δεν συνδυαζόταν με ένα κυριολεκτικά, από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, αποπνικτικό στοιχείο. Εννοούμε τα εκατομμύρια των ανθρώπων που με το να πιστεύουν πως επειδή διαθέτουν ένα μέσον που επιτρέπει τη γνώμη τους να γίνεται ακουστή, αυτόματα θεωρούν πως μπορεί να έχουν και γνώμη. Να μην έχει δηλαδή σημασία το τι έχει να πει κανείς, αλλά αφού διαθέτει το μέσον για να πει οτιδήποτε, αποκτά νόημα ή και αξία αυτό που εκφέρεται. Εχει προκληθεί μια σατανική αντιμετάθεση, δηλαδή αφού οτιδήποτε μπορεί να δημοσιοποιηθεί, η δημοσιοποίηση να λογαριάζεται ως στοιχείο που δημιουργεί τις προϋποθέσεις της επάρκειας. Κάτι χειρότερο: της αυθεντίας.

Μέσα σε μια τόσο ζοφερή κατάσταση που φαίνεται να τη «μετέρχονται» εκατομμύρια ανθρώπων με όρους ισονομίας, έκφρασης πλουραλιστικής και χάρης, δεν υπάρχει τίποτε πιο φυσιολογικό από το να αισθανθεί κανείς ότι όλος ο πολιτισμός των αιώνων, όπως για παράδειγμα η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, δημιουργήθηκε για να τον απολαύσει ο ίδιος στο πιάτο. Με ένα κουμπί, όχι μόνο η πληροφορία, αλλά το ίδιο το γεγονός, στις αβυσσαλέες του παραμέτρους, να μπορεί να γίνεται κτήμα του. Οση άγνοια ουσίας κυριαρχούσε στον Μεσαίωνα, καθώς τίποτε δεν μπορούσε να γίνει γνωστό, η ίδια ακριβώς άγνοια κυριαρχεί και σήμερα, αν και τα πάντα μοιάζουν να λούζονται μέσα στο φως. Καθώς ο μικροαστούλης ενός διαμερίσματος ή μιας έπαυλης –αδιάφορο –μπορεί να αισθάνεται ως ο τελικός αποδέκτης ενός πολιτισμού για τον οποίο δουλέψανε αιώνες και εκατομμύρια ανθρώπινων χεριών. Και επιπλέον να μπορεί όλα αυτά –όπως το μαρτυρά η συμπεριφορά του –να τα γράφει στα παλαιά του τα παπούτσια.