Στην πορεία των χρόνων το μπάσκετ έχει αλλάξει. Οχι μόνο από την εποχή που γεννήθηκε, το μακρινό 1891, από τον Τζέιμς Νέισμιθ στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης, αλλά και σε σχέση με μεταγενέσετρες περιόδους. Η αλλαγή που παρατηρείται στο παιχνίδι δεν έχει να κάνει μόνο με την ποιότητα των παικτών, που γίνονται ολοένα και πιο αθλητικοί, αλλά και με τους κανόνες που τροποποιούνται με στόχο να γίνεται το άθλημα πιο ελκυστικό. Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε αποφασίστηκε προσφάτως να καταργηθούν τα λεγόμενα «έξυπνα φάουλ», με τα οποία οι προπονητές διαχειρίζονταν τα ομαδικά φάουλ (μέχρι τα τέσσερα που δεν οδηγούν τον αντίπαλο στις βολές) προκειμένου να σταματήσουν το παιχνίδι όταν δεν είχε η ομάδα τους αμυντική ισορροπία. Στο ΝΒΑ, όπου το άθλημα και η ανάδειξη του θεάματος είναι επιστήμη, όταν διαπίστωσαν ότι το παιχνίδι κινδυνεύει να γίνει βαρετό αντέδρασαν και έκαναν τις απαραίτητες κινήσεις ώστε να το απογειώσουν.

ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΟ. Μετά την πρώτη σεζόν που ο Μάικλ Τζόρνταν παρακολούθησε τους αγώνες ως θεατής, ο κομισάριος του ΝΒΑ Ντέιβιντ Στερν συγκάλεσε σύσκεψη στο Φίνιξ. Ακριβώς πριν από 16 χρόνια, το 2000, ο ισχυρός άνδρας του ΝΒΑ δημιούργησε μια επιτροπή από σπουδαία (μπασκετικά) μυαλά, μεταξύ των οποίων ήταν οι Τζέρι Κολάντζελο, Τζέρι Γουέστ, Τζακ Ράμσεϊ, Ντικ Μότα κ.ά. Η σεζόν έδειξε ότι τα σκορ των αγώνων είχαν σημειώσει σημαντική πτώση, τα ματς δεν ήταν τόσο θεαματικά και η τηλεθέαση κινδύνευε. Μία μόνο χρονιά ήταν αρκετή για να κάνει τους Αμερικανούς να αντιδράσουν.

Μια σειρά από αλλαγές, όπως ο περιορισμός του χρόνου που πρέπει να μεταφερθεί η μπάλα στο κέντρο του γηπέδου κατά δύο δευτερόλεπτα (από τα δέκα στα οκτώ), αλλά ακόμη περισσότερο η απαγόρευση του hand-checking, βοήθησαν να γίνει το παιχνίδι πιο «καθαρό» και ταυτόχρονα πιο θεαματικό, καθώς μεγάλωσαν τα σκορ και οι παίκτες κάνουν πιο θεαματικές φάσεις.

Η αλλαγή αυτή σύμφωνα με έρευνες των Αμερικανών, στοιχεία των οποίων παρουσίασε πρόσφατα η «Ουάσιγκτον Ποστ», δημιούργησε μια νέα τάξη πραγμάτων στο μπάσκετ. Μια κατάσταση που σιγά σιγά, τα τελευταία χρόνια, επιβάλλεται και στα μέρη μας και η οποία θέλει τα γκαρντ και κυρίως τους πόιντ-γκαρντ να κυριαρχούν.

ΟΙ ΜVP. Την τελευταία δεκαετία, πέντε φορές ο MVP του πρωταθλήματος ήταν κάποιος κοντός (Στιβ Νας: 2005 και 2006, Ρόουζ 2011, Στέφεν Κέρι 2015 και 2016). Τη σεζόν που πέρασε επτά πόιντ-γκαρντ ήταν στο τοπ 20 των παικτών του πρωταθλήματος, όταν πριν από 12 χρόνια ήταν μόνο τρεις. Επίσης, 12 γκαρντ είχαν στο τελευταίο πρωτάθλημα τουλάχιστον 15 πόντους και 6 ασίστ ανά αγώνα, όταν πριν από μια 12ετία μόνο πέντε είχαν τέτοιες επιδόσεις. Οι ίδιοι αναλυτές επισημαίνουν ότι στα 70 χρόνια ιστορίας του ΝΒΑ, τα πρώτα 58 οι παίκτες που κυριαρχούσαν ήταν οι ψηλοί, καθώς οι προπονητές ήθελαν έναν παίκτη που θα έπαιρνε την μπάλα μέσα στη ρακέτα για να σκοράρει εύκολα και ταυτόχρονα στην άμυνα να είναι το «σκιάχτρο» μπροστά από το καλάθι. Τα τελευταία 12 χρόνια, με τους κανονισμούς που ισχύουν και την αλλαγή που έφεραν αυτοί στο παιχνίδι που εφαρμόζουν οι (τωρινοί) προπονητές, το παιχνίδι βρίσκεται στα χέρια και το μυαλό των πόιντ-γκαρντ, που πλέον σκοράρουν αρκετά καθώς τους επιτρέπεται να παίρνουν πρωτοβουλίες στην επίθεση και δεν τους ζητείται μόνο να δημιουργούν. Τρανό παράδειγμα ο Στέφεν Κέρι που σουτάρει καλύτερα από τον Στιβ Νας, σκοράρει περισσότερο από τον Αϊβερσον (τον οποίο ο Λάρι Μπράουν είχε μετατοπίσει στη θέση «δύο» για να μην είναι μονοδιάστατο το παιχνίδι των Σίξερς) και είναι πιο δημιουργικός και εμφατικός από τον τεράστιο Πιτ Μάραβιτς, έχοντας 6 ασίστ μέσο όρο.

ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Ευρώπη, γι’ αυτό οι ελληνικές ομάδες και η Εθνική είχαν μεγάλες επιτυχίες όταν συνυπήρχε και πρωταγωνιστούσε η «βασιλική τριάδα», όπως αποκαλεί τους Διαμαντίδη, Παπαλουκά, Σπανούλη ο Βασίλης Γκούμας. Σε αυτούς τους τρεις, προσθέστε και τους Νίκο Ζήση, Νίκο Χατζηβρέττα και αργότερα τους Νικ Καλάθη, Κώστα Σλούκα και θα καταλάβετε γιατί είχαμε τις επιτυχίες, αλλά και γιατί οι προπονητές αναζητούν γκαρντ για να γεμίσουν το ρόστερ τους. Εκεί παίζεται το παιχνίδι. Με κάθε έννοια.